Ο Δημήτρης Καρύδας εξ αφορμής της τέταρτης θέσης των Εφήβων στο Ευρωμπάσκετ του Βόλου, κάνει μια αποτίμηση για τη συνολική κατάσταση που επικρατεί στις μικρότερες ηλικίες του ελληνικού μπασκετικού οικοδομήματος.

Οι δύο ήττες της εθνικής εφήβων και η κατάληψη της 4ης θέσης στο Ευρωμπάσκετ του Βόλου δεν άλλαξαν τη γενική εικόνα της ομάδας ειδικότερα και την εικόνα του Ελληνικού μπάσκετ στις μικρότερες ηλικίες, τις λεγόμενες παραγωγικές, την τελευταία δεκαετία. Προφανώς και η εικόνα δεν θα άλλαζε ακόμη και αν η συγκεκριμένη εθνική έκανε μια νίκη ή δύο νίκες το τελευταίο διήμερο και κατακτούσε κάποιου χρώματος μετάλλιο. Εδώ και αρκετά χρόνια για τους σώφρονες ή αν προτιμάτε για όσους σκέφτονται ρεαλιστικά το ζητούμενο δεν είναι μια εφήμερη επιτυχία. Αυτή θα αποτελούσε μια ακόμη καλή αφορμή για την ΕΟΚ να κομπάσει για την….πρόοδο του Ελληνικού μπάσκετ και θα μασκάρευε μια σειρά προβλημάτων. Όχι ότι λείπει το ταλέντο ή τα παιδιά που θέλουν να παίξουν μπάσκετ λιγόστεψαν. Τέτοια προβλήματα δεν είχαμε ποτέ τα τελευταία τριάντα χρόνια. Το ζήτημα είναι ότι άλλαξαν δραστικά τα δεδομένα και το πλαίσιο μέσα στο οποίο ψάχνουμε τους παίκτες της επόμενης μέρας.

Η τελευταία μεγάλη φουρνιά του Ελληνικού μπάσκετ, οι γεννημένοι το 1990, άφησαν μια αξεπέραστη για την ώρα παρακαταθήκη. Όχι μόνο σε κατακτήσεις μεταλλίων σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, που όπως ήδη αναφέραμε είναι ένα εφαλτήριο για φανφαρόνικες δηλώσεις και εφήμερους πανηγυρισμούς. Άφησαν όμως μια καλή μαγιά παικτών από τους οποίους μια δεκαετία αργότερα έχουμε ήδη ένα σταρ σε επίπεδο Ευρωλίγκα (Σλούκας), τρεις ακόμη παίκτες που στάθηκαν και συνεχίζουν στο ψηλότερο επίπεδο (Παππάς, Μάντζαρης, Παπανικολάου) και άλλους δύο που έχουν γράψει ήδη μπόλικα χιλιόμετρα στην καριέρα τους (Κασελάκης, Γιάνκοβιτς). Συνολικά δηλαδή έξι παίκτες δικαίωσαν άλλος λίγο, άλλος περισσότερο τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί. Από κει και πέρα ακολούθησε το χάος. Από τους έφηβους του 2015 μετράμε ήδη μια μεγάλη απώλεια καθώς ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος βλέπει την καριέρα του σε μια μόνιμη πτωτική και φθίνουσα τροχιά και ο Γιώργος Παπαγιάννης προσπαθεί να βρει τον δρόμο του.

Στη δεκαετία που μεσολάβησε από το 2009 μέχρι σήμερα άλλαξαν αρκετά δεδομένα που προϋπήρχαν. Δυστυχώς, προς το χειρότερο. Και τα περισσότερα αφορούν το θέμα νοοτροπίας. Η εθνική εφήβων που έπαιξε στον Βόλο αλλά και αρκετά παιδιά που αποτέλεσαν συνδετικό κρίκο με την U-20 που νωρίτερα είχε δοκιμαστεί στο παγκόσμιο της Κρήτης διακρίθηκαν για το ατομικό τους πνεύμα. Λιγοστή ομαδική δουλειά, ελάχιστα στοιχεία ομαδικού μπάσκετ. Δείγμα μιας νοοτροπίας που έχει να κάνει με πολλούς αθροιστικά παράγοντες… Προφανώς και όσα γράφουμε δεν αφορούν τους συγκεκριμένους παίκτες, ούτε αυτοί στα 18 και τα 19 τους καλούνται να λογοδοτήσουν για όλες τις αμαρτίες του ελληνικού μπάσκετ. Εδώ και δέκα χρόνια λοιπόν βιώνουμε την ίδια απαράλλαχτη κατάσταση όσοι είμαστε σε θέση να μαθαίνουμε, να ζούμε και να αφουγκραζόμαστε καταστάσεις. Ας την περιγράψουμε ξεκαθαρίζοντας και πάλι ότι δεν αφορά αποκλειστικά τους παίκτες που έπαιξαν στην Κρήτη και τον Βόλο αλλά αθροιστικά τις γενιές των υποψήφιων μπασκετμπολιστών που εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία.

1. Κάθε παιδί που στα 15 του μπορεί να παίξει λίγο μπάσκετ είναι πια ένα υπό εξαργύρωση λαχείο για την οικογένεια του. Αρκετά παιδιά έχουν αρχίσει και μετατρέπονται σε μισθοφόρους των 1000 και των 1500 ευρώ το μήνα υπό τις ευλογίες της οικογένειας τους, έχουν αλλάξει 2-3 μάνατζερ πριν φτάσουν στα 19 τους, ενδεχόμενα έχουν κάνει και μια μεταγραφή χωρίς καλά καλά να έχουν παίξει μπάσκετ. Φυσικά και δεν είναι κακό να ψάχνουν την τύχη τους μέσα από το μπάσκετ αλλά επειδή από κάθε φουρνιά δεν θα τη βρουν περισσότεροι από 2-3 και οι υπόλοιποι θα καταλήξουν να βολοδέρνουν δεξιά και αριστερά οι συνέπειες είναι συνήθως θλιβερές.

2. Και είναι θλιβερές γιατί αν δεν το ξέρετε οι ομάδες που θεωρητικά καλλιεργούν το μπάσκετ σε αυτές τις ηλικίες καλλιεργούν χωρίς τύψεις και την καταστροφή των περισσότερων παιδιών. Αν επίσης δεν το ξέρετε πολλά από τα παιδιά που ψάχνουν τον δρόμο τους έχουν εγκαταλείψει προ πολλού το σχολείο, παίρνουν εικονικά απολυτήρια λυκείου και παριστάνουν τους φουλ επαγγελματίες από τα 15 τους! Στα 19 είναι ήδη καμένα χαρτιά και όταν αντιλαμβάνονται ότι τα ίδια 1000 ευρώ που έβγαζαν σαν έφηβοι θα τα βγάζουν και στην υπόλοιπη καριέρα τους είναι πολύ αργά για να γυρίσουν πίσω τον χρόνο.

3.  Μέσα σε αυτό το σαθρό σύστημα υπάρχουν ουκ ολίγοι που είναι οι «κερδισμένοι» της ιστορίας. Μάνατζερ που πουλάνε ψεύτικες ελπίδες, γυμναστές και προπονητές που κερδίζουν τεράστια ποσά με τις λεγόμενες «ατομικές προπονήσεις», ακόμη και ιδιωτικά σχολεία που «χαρίζουν» απολυτήρια και βαθμούς (όχι δωρεάν φυσικά). Αν προσθέσουμε και την όψιμη μόδα «γραφείων» και συμβούλων που εξασφαλίζουν υποτροφίες σε Αμερικάνικα κολέγια έναντι αμοιβής βεβαίως γίνεται αντιληπτό ότι συντηρείται ένας τεράστιος κύκλος ανθρώπων από τις οικογενειακές ψευδαισθήσεις, τους λάθος χειρισμούς και την άθλια νοοτροπία. Προφανώς και ένα παιδί που μεγαλώνει μέσα σε μια τέτοια λογική δεν βλέπει το μπάσκετ ως σκοπό αλλά μόνο ως μέσο. Μέσο για να βγάλει ένα χιλιάρικο στα 16 του και να ελπίζει ότι θα βρεθεί ο γαλαντόμος πρόεδρος που θα του προσφέρει ένα συμβόλαιο ζωής για να εξαργυρωθεί το λαχείο που αντιπροσωπεύει.

Προφανώς και δεν είμαι ο μόνος που τα ξέρει όλα αυτά αλλά κανένα δεν συμφέρει να ξύνουμε πληγές και να μιλάμε για σχοινιά σε σπίτια κρεμασμένων. Η μοναδική άλυτη απορία είναι πόσα απ’ αυτά τα παιδιά (και κατ’ επέκταση και οι οικογένειες τους) αγαπάνε αληθινά το μπάσκετ και θα μείνουν στον χώρο όταν πολύ σύντομα οι προσδοκίες τους θα έχουν διαψευστεί οικτρά. Η ιστορία και η στατιστική δείχνει ότι από κάθε γενιά του ελληνικού μπάσκετ προκύπτει κατά μέσο όρο ένας παίκτης υψηλού επιπέδου. Στην πίστα του ανταγωνισμού όμως είναι πολύ περισσότεροι. Και οι απώλειες μετριούνται σε….εκατοντάδες για να βγει ο ένας που θα ξεχωρίσει, που θα παίξει μπάσκετ στο ανώτερο επίπεδο και θα αποκτήσει το δικαίωμα να βάζει την υπογραφή του σε «χρυσά» συμβόλαια ζωής. Αυτή είναι η πραγματική εικόνα πίσω από κάθε Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, πίσω από κάθε καλοκαιρινή εξόρμηση των μικρών εθνικών ομάδων. Ρίξτε μια ματιά στη σύνθεση της εθνικής εφήβων από το 2009 και εντεύθεν και θα αντιληφθείτε για τι πράγμα μιλάμε. Δεν χρειάζονται ονόματα και διευθύνσεις. Η πορεία και η διαδρομή των παικτών μιλάει από μόνη της. Και αποδεικνύει με τον πιο θλιβερό τρόπο την αλήθεια όχι για μια σειρά χαμένων μπασκετικά γενιών αλλά ανθρώπων.