Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει στο Novasports.gr για τον Νίκο Γκάλη, με αφορμή τα 61α γενέθλια του ζωντανού θρύλου του Ελληνικού μπάσκετ.

 Λένε ότι οι μύθοι και οι θρύλοι δεν έχουν ηλικία. Σωστό. Υπό αυτή την έννοια η ημερομηνία 23 Ιουλίου 1957 είναι απολύτως τυπική για τον μεγαλύτερο θρύλο του ελληνικού αθλητισμού τον Νίκο Γκάλη. Ο άνθρωπος που έμελλε να αλλάξει τη ροή και την ιστορία ενός ολόκληρου σπορ γίνεται σήμερα 61 ετών. Και αν όλα αυτά ακούγονται υπερβολικά ή κλισέ δεν θα ζητήσουμε συγνώμη. Άλλωστε, το αναγνώρισαν ακόμη και οι Αμερικάνοι αφού από πέρσι τον Σεπτέμβριο είναι μέλος του Hall of Fame. Εκεί που οι θρύλοι του μπάσκετ μπαίνουν για να ζήσουν για πάντα.

Η ζωή του Νίκου Γκάλη μπορούσε να είναι παραμύθι, να γίνει κινηματογραφική ταινία, η απόλυτη βιογραφία γιατί περιλαμβάνει σχεδόν τα πάντα. Πάνω και πριν απ΄ όλα όμως περιλαμβάνει εκείνο το μοναδικό συστατικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι οι πρώτοι: τΗ δίψα και το πάθος για την κορυφή και την τελειότητα. Παρότι, από μια σύμπτωση η δημοσιογραφική μου καριέρα ξεκίνησε και συνέπεσε με τον ερχομό του Νικ στη χώρα των προγόνων του πίσω στο 1979 ήταν γραφτό να μάθω πολύ περισσότερα για τον «γκάγκστερ» (όπως είναι το παρατσούκλι του) με ένα ταξίδι στην Αμερική πέρσι τον Σεπτέμβριο. Για τις ανάγκες ενός τρίωρου (τελικά) ντοκιμαντέρ είχα τη μοναδική ευκαιρία να ακολουθήσω τα χνάρια των πρώιμων χρόνων του τότε που ήταν άγνωστος πιτσιρικάς στο Νιου Τζέρσεϊ.

Στην πραγματικότητα, όμως σαν σήμερα πριν από 61 χρόνια o Γκάλης γεννήθηκε στη Νέα; Υόρκη και όχι στο Νιου Τζέρσεϊ, όπως υποστηρίζει στο σχετικό λήμμα η Wikipedia αλλά και πιστεύουν λανθασμένα οι περισσότεροι. Η οικογένεια του ζούσε ακόμη στο ‘’μεγάλο μήλο’’ και ο πατέρας του ένας ταπεινός μετανάστης από τη Ρόδο, μπαλωματής (τσαγκάρης σαν να λέμε) προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα στην αχανή πόλη. Ο Νίκος Γεωργαλής (για ευνόητους λόγους ευκολίας το επίθετο συντμήθηκε μέσα στο χρόνο σε Γκάλης) γεννήθηκε σαν σήμερα σε ένα κτίριο που δεν υπάρχει πια. Το Γαλλοσοβιετικό νοσοκομείο Φράνσις που βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του Μανχάταν στη γειτονιά του Τσέλσι ανάμεσα στην 8η και την 9η λεωφόρο και στους 34 δρόμους της Νέας Υόρκης. Την ευθύνη του νοσοκομείου είχε τοπ τάγμα των καλογριών του Τίμιου Σταυρού. Αργότερα, η οικογένεια μετακόμισε στο Νιου Τζέρσεϊ διαλέγοντας μια φτωχή περιοχή για να στήσει το σπιτικό της που υπάρχει μέχρι σήμερα. Η γειτονιά που πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια είναι στην ουσία ένα μικρό γκέτο λατίνων όπου κυριαρχούν οι Πορτορικάνοι. 

Ο Νίκος έμπλεξε με τον αθλητισμό όταν πήγε στο γυμνάσιο Γιούνιον Χιλ που υπάρχει και λειτουργεί μέχρι σήμερα ανακαινισμένο όμως. Εκεί η πρώτη του επιλογή δεν ήταν το μποξ όπως είχε περάσει στην ιστορία αλλά το American football, σπορ στο οποίο το σχολείο διατηρούσε πάντοτε μεγάλη παράδοση. Σκληρό σπορ, όπως και το μποξ που αναμείχθηκε συχνάζοντας στα γυμναστήρια της περιοχής, είχαν κερδίσει τον μικρό Νικ. Το μπάσκετ προέκυψε από μητρική παρότρυνση. Η μητέρα του η Στέλα δεν ήθελε να τον βλέπει να γυρίζει ματωμένος στο σπίτι και φοβόταν κάποιο σοβαρότερο τραυματισμό. Τον ώθησε λοιπόν να ασχοληθεί με κάτι λιγότερο βίαιο. Ο Νικ άρχισε να συχνάζει στα ανοιχτά γήπεδα της περιοχής αλλά και εκεί οι κανόνες επιβίωσης δεν ήταν λιγότεροι από ότι στο γρασίδι του Αμέρικαν φουτμπολ ή τα ριγκ του ερασιτεχνικού μποξ. Στα ανοιχτά γήπεδα της περιοχής κυριαρχούσαν οι Πορτορικάνοι και ο Νικ για να παίζει έπρεπε να υπακούει στον βασικό κανόνα των ασφάλτινων playgrounds: Όσο κερδίζεις παίζεις, διαφορετικά δίνεις τη θέση σου στην επόμενη ‘’τριάδα’’. Ίσως για αυτό πολλά χρόνια αργότερα όταν και σε κάθε ευκαιρία η εθνική ομάδα έπαιζε με το Πουέρτο Ρίκο και οι διεθνείς γκρίνιαζαν προκαταβολικά για το σκληρό παιχνίδι του «Πικουλίν» Ορτίθ και των συμπαικτών του ο Γκάλης τους έλεγε: «Αφήστε τους αυτούς σε μένα, τους έχω πάρει τον αέρα από μικρός».

Για τον Νικ ο αθλητισμός και το μπάσκετ ήταν η μοναδική διέξοδος από τη φτώχια, ο μοναδικός τρόπος να πάει στο κολέγιο και να βρει τον δρόμο του. Υπό αυτή την έννοια η ιστορία του μοιάζει να είναι πολύ κοντινή και συνάμα πολύ διαφορετική με αυτή του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Το σίγουρο είναι ότι και οι δύο σαν μπασκετικοί Χριστόφοροι Κολόμβοι έκαναν το ίδιο ταξίδι αλλά με ανάποδη φορά. Ο Γιάννης έφυγε από τη χώρα που γεννήθηκε για να βρει την καταξίωση στο ΝΒΑ και ο Νικ από τη χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε για να δώσει άλλη διάσταση στο άθλημα στην πατρίδα των προγόνων του. Τους  χωρίζουν πολλές δεκαετίες. Τους ενώνει όμως μια κοινή λογική: Η πείνα για την κορυφή, την μπασκετική τελειότητα.

Ο Νικ δυν συμβιβάστηκε ποτέ με τον χρόνο και ας είναι καταδικασμένος όπως όλοι μας να μην τον νικήσει. Την περασμένο Σεπτέμβριο στη Μασαχουσέτη λίγες ώρες πριν γίνει Hall of Famer του είπα με διάθεση αστεϊσμού: «Τι λες, έτσι όπως παίζουν σήμερα θα άντεχες;». Μου έκλεισε το μάτι με τη γνωστή σε όσους τον ζήσαμε συνωμοτική διάθεση. «Εσύ τι λες; Δέκα λεπτάκια δεν τα έβγαζα και σήμερα;». Το πάθος και ο πόθος του μπάσκετ δεν έχουν σβήσει ποτέ μέσα του και όπως μου ομολόγησε εκείνες τις κοινές μας μέρες στο Σπρίγκφιλντ «τα βράδια βλέπω πάντα αγώνες μπάσκετ πριν κοιμηθώ». Όχι όμως τα δικά του κατορθώματα. Αυτά τα άφησε παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Ο Νίκος Γκάλης είναι πλέον 61 χρονών. Τα μαλλιά του έχουν πια σταχτιάσει, το κορμί του έχει μερικά περιττά κιλά, είναι πατέρας, οικογενειάρχης και απόμαχος του μπάσκετ. Πάμε πάλι από την αρχή: Οι μύθοι δεν έχουν ηλικία. Είναι όπως τα διαμάντια. Παντοτινοί. Χρόνια πολλά κύριε Νίκο και με κάθε πιθανή (και απίθανη) ευκαιρία ο επίλογος θα είναι πάντα ο ίδιος: Thanks for the memories (και όχι μόνο…).