Την στιγμή που ο Ολυμπιακός έμοιαζε να κάνει την ύστατη προσπάθειά του για να μπει στην οκτάδα και συμπλήρωνε τρεις συνεχόμενες νίκες (Χίμκι, Μπάγερν, Μακάμπι), κάτι πήγε στραβά. Τρέχει αυτή τη στιγμή αρνητικό σερί τεσσάρων ηττών και βρίσκεται με το ενάμισι πόδι εκτός. Τι συνέβη; Ποιοι λόγοι κόλλησαν στο… χιόνι την ελληνική ομάδα;
Το περασμένο καλοκαίρι ο Γιώργος Μπαρτζώκας, αποφάσισε να κάνει για μια ακόμα φορά, αυτό που έχει αποδείξει και στο παρελθόν πως ξέρει να κάνει καλά. Να επιλέξει δηλαδή παίκτες όχι από την Ευρωλίγκα, αλλά κυρίως από το Eurocup και μέσα από το πρόγραμμά του να τους ανεβάσει level κι ο Ολυμπιακός να πετύχει τον ευρωπαϊκό του στόχο, ακολουθόντας ένα διαφορετικό μοντέλο από τις υπόλοιπες ομάδες, ίδιου ή ανάλογου μπάτζετ.
Κάτω από αυτή την λογική αποκτήθηκαν δύο βασικοί παίκτες, πάνω στους οποίους ο Ολυμπιακός έπρεπε να χτίσει. Ο Άαρον Χάρισον κι ο Χασάν Μάρτιν. Αν και είχε προλάβει να παίξει μερικά παιχνίδια την προηγούμενη αγωνιστική περίοδο, στην ίδια εξίσωση μπαίνει κι ο Σακίλ ΜακΚίσικ, που η επαφή του με την Ευρωλίγκα προήλθε από το ίδιο… πείραμα.
Αυτές τις επιλογές ο Γιώργος Μπαρτζώκας τις πλαισίωσε με δύο παίκτες “ρόλου” από την κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση, τον Ζαν Σαρλ και τον Τζένκινς. Ο μεν πρώτος από τον πάγκο για λύσεις στο “4” και στο “5”, ο μεν δεύτερος για την περίμετρο με ξεκάθαρα αμυντικό ρόλο… Έμενε λοιπόν η θέση εκείνου που θα πρόσθετε και εμπειρία στην ομάδα, αλλά και το κάτι παραπάνω βάση ταλέντου κι αξίας. Εκεί μπήκε ο Κώστας Σλούκας, που αποτέλεσε και μια από τις πιο ηχηρές μεταγραφές στην διοργάνωση.
Όλα αυτά τα κομμάτια έπρεπε να μπουν σε αρμονία και να δημιουργήσουν ένα αξιόμαχο σύνολο που εκ των πραγμάτων είχε σαν στόχο να παλέψει για την οκτάδα. Το υπόλοιπο υπάρχον υλικό, ήταν ο Σπανούλης, ο Πρίντεζης, ο Βεζένκοφ κι ο Παπανικολάου.
Με αυτά τα δεδομένα ο Ολυμπιακός για να γίνει ανταγωνιστικός έπρεπε να ξεκινήσει από μια συγκεκριμένη διαδικασία που λέγεται “άμυνα”. Ο Μπαρτζώκας φυσικά και γνωρίζει πως για να κερδίζει η ομάδα του δεν πρέπει να τρώει πάνω από 75 πόντους (κι ίσως το νούμερο να είναι και κάπως υπερβολικό).
Ο Ολυμπιακός στην καλή του μέρα μπορεί να πετύχει 90 μπροστά, αυτές οι μέρες όμως εν έτει 2021 στην Ευρωλίγκα είναι περιορισμένες. Οι αφελείς Ευρωπαίοι έχουν καταλάβει πλέον τον τρόπο που οι ελληνικές ομάδες στο παρελθόν κέρδιζαν ακόμα και με το μισό ταλέντο από τους αντιπάλους τους. Παίζουν κι εκείνοι άμυνα, σπαταλούν ώρες στην προπόνηση για να σταματήσουν τον αντίπαλο και διαβάζουν τα δεδομένα με λεπτομέρεια και πρόγραμμα.
Ο φετινός Ολυμπιακός είχε μια πιθανότητα να είναι ανταγωνιστικός. Η βασική ομάδα έπρεπε να είναι πιο σκληρή κι από πέτρα, ενώ όσοι θα έρχονταν από τον πάγκο έπρεπε να είναι, τουλάχιστον αμυντικά, ακόμα πιο σκληροί από τους μπροστά τους. Αυτό στον φετινό Ολυμπιακό δεν συμβαίνει με αποτέλεσμα αν κάτι δεν πάει καλά σε ένα παιχνίδι αυτοί που έρχονται από τον πάγκο να προσπαθούν να αλλάξουν την κατάσταση με υπερβολές στην επίθεση.
Εκτός του Τζένκινς που όλο του το συμβόλαιο στηρίζεται στο πόσο καλός αμυντικός είναι, οι υπόλοιποι που μπορεί να έρθουν από πίσω είναι αδύνατον να αλλάξουν την ροή ενός αγώνα με την προσωπική και κατ’ επέκταση ομαδική τους άμυνα. Αυτή η ανακύκλωση έχει βγάλει ένα αρνητικό πρόσημο για τον Ολυμπιακό και πλέον η ελληνική ομάδα φλερτάρει έντονα με τον αποκλεισμό.