Ήταν μια κουβέντα φιλική, που κινήθηκε μακριά από επισημότητες και τύπους. Ο Τζον Φαν’τ Σχιπ, ευδιάθετος και πιο χαλαρός από ποτέ, συνεπαρμένος από την ελληνική αγάπη που εισπράττει, ανταπέδωσε με μια συζήτηση χωρίς υπεκφυγές. Έγινε ακόμα πιο προσιτός στον κόσμο, φροντίζοντας παράλληλα να δείξει ότι μένει πιστός στις αρχές του και στην ποδοσφαιρική του φιλοσοφία.
Μας έβαλε στο σπίτι του μιλώντας για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει με τις “δουλειές του σπιτιού”, παρά την προσπάθεια που έκανε στην καραντίνα να βοηθήσει τη γυναίκα του. Την οποία πλέον θαυμάζει ακόμα πιο πολύ, καθως αναγνωρίζει όλη τη δυσκολία που κρύβει η ηλεκτρική σκούπα. Παράλληλα όμως μας μετέδωσε τη θετική του ενέργεια με την οποία αντιμετωπίζει όλη αυτή τη δύσκολη για όλους μας περίοδο.
Θυμήθηκε με λεπτομέρεια τα πρώτα του βήματα ως παιδί στον Άγιαξ. Την αυτοπεποίθηση που ένιωθε βλέποντας ότι είναι καλύτερος από τον φίλο του που ήταν ήδη στην Ακαδημία του Αίαντα (σημαντικό προσόν αυτό για όποιον δεν κατάλαβε). “Αφού είμαι καλύτερος από εκείνον τότε μπορώ να παίξω στον Άγιαξ” σκεφτόταν. Και τα κατάφερε.
Κατέκτησε τα πάντα με τον Αίαντα με πιο σημαντικά την κατάκτηση του πρώτου του πρωταθλήματος, αλλά και του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Κι όμως στη σημαντικότερη στιγμή του, το EURO 1988 με την Ολλανδία, έβγαλε τον ποδοσφαιρικό του εγωϊσμό. Ήταν μέλος της ομάδας σε όλη την προκριματική φάση μέχρι και το πρώτο ματς με τη Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια έχασε τη θέση του. Σα να μη χάρηκε την κατάκτηση.
Πήρε όμως μια άλλη τεράστια κατάκτηση από εκείνη τη διοργάνωση. Έμαθε το πως να διαχειρίζεται τους απογοητευμένους παίκτες όταν δεν είναι βασικοί. Θέλει να τους νοιάζει και να παλεύουν για τη θέση τους. Δε θα τους χαρίσει τίποτα, αλλά πρέπει να βάζουν το εγώ κάτω από το εμείς. Πόσο είχε λείψει αυτό από την Εθνική μας ομάδα…
Στην Ιταλία του μπήκε το μικρόβιο του προπονητή. Άλλωστε με ποδοσφαιρικό πατέρα και έμπνευσή του τον Γιόχαν Κρόιφ, η μοίρα του έμοιαζε προδιαγεγραμμένη. Στην Ιταλία και τη Τζένοα έμαθε κι άλλο είδος ποδοσφαίρου. Ολοκληρώθηκε. Και το ένστικτο τον οδήγησε στον Άγιαξ, στον Φαν Μπάστεν, στην Εθνική Ολλανδίας και ουσιαστικά στην πρώτη του μεγάλη δουλειά στην Αυστραλία και τη Μπέλμπουρν Σίτι όπου γνώρισε τον Μιχάλη Βαλκάνη.
Ενδιάμεση στάση στην αυστραλιανή επταετία ήταν ένας χρόνος στο Μεξικό και την Γουαδαλαχάρα. Εκεί είδε το ποδόσφαιρο με άλλο μάτι. Ευγενικά μας είπε πως οι παράγοντες στο Μεξικό είναι σαν τους Έλληνες. Λειτουργούν… (παύση τριών δευτερολέπτων) συναισθηματικά. Ο νοών νοείτω.
Και τα σημαντικά δεν είχαν αρχίσει ακόμα στην κουβέντα. Πολλοί προπονητές θα απέφευγαν να μιλήσουν με διευθύνσεις και ονόματα για να κρατήσουν ισορροπίες. Κύριοι, ο Φαν’τ Σχιπ μας μαθαίνει πως όποιος αξίζει, παίζει. Όποιος θέλει πολύ, θα πάρει ευκαιρία. Όλα τ’ άλλα είναι να ‘χαμε να λέγαμε.
Ο Χατζηγιοβάνης θα ήταν στις κλήσεις για Αμερική. Τόσο απλά. Οι Παπασταθόπουλος, Μανωλάς, Φορτούνης, Μήτρογλου, όχι. Όλοι τους παραμένουν στη δεξαμενή του. Μπορεί να ξανακληθούν. Μπορεί και όχι. Για τους δύο πρώτους είπε πως προτεραιότητά του τώρα είναι να δει νέα παιδιά με φιλοδοξία και μέλλον στην Εθνική, αλλά η πόρτα είναι ανοιχτή.
Για τον Φορτούνη είπε πως δεν ήταν στη λίστα καθώς αφενός θα πρέπει να επανέλθει στην πρότερη κατάστασή του και αφετέρου θέλει να συζητήσει μαζί του κατ’ιδίαν για να αντιληφθεί τί ζητά πλέον από τους παίκτες του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Στο όνομα Μήτρογλου (32 ετών) για τον οποίο ρώτησαν αρκετοί στο LIVE, ουσιαστικά μας έστρεψε το βλέμμα στο μέλλον. Μίλησε για τον Παυλίδη (21 ετών).
Μα πάνω απ’όλα μας άνοιξε τα μάτια λέγοντας πως η Ελλάδα κρύβει πολύ ποδόσφαιρο μέσα της, κάτι το οποίο ούτε εμείς οι ίδιοι δεν πιστεύαμε.
Ανοιχτός, χαμογελαστός, ευθύς, ειλικρινής και έχοντας αντιληφθεί πλήρως την ελληνική πραγματικότητα, έχει αρχισει και ζει ως Έλληνας. Φιλτράρει και κρατά τα καλά της κουλτούρας μας. Εκθειάζει την πειθαρχία μας εν μέσω πανδημίας και παράλληλα διατηρώντας το βορειοευρωπαϊκό προφίλ του, εντάσσει στη δική του κουλτούρα, μικρές, καθημερινές, ελληνικές ανακαλύψεις.