«Ωραία είναι τα πασχαλινά Χριστούγεννα», αναφώνησε ο μικρός μου ανιψιός όταν είδε το ταψί με αρνίσια παϊδάκια, πατάτες και λοιπά εδέσματα. Μία μέρα αργότερα, ήταν η σειρά μου να νιώσω σαν παιδί που περιμένει το γιορτινό του δώρο. Το ραντεβού είχε κλειστεί από καιρό: Δευτέρα στις 10 το πρωί είχα ραντεβού με τον Τζόρνταν και μόνος ένας τρελός θα αργούσε όταν είχε να συναντήσει έναν μύθο, ακόμα κι αν αυτός μπορούσε να περιμένει.
To αδημοσίευτο υλικό του “Last Dance” περίμενε καρτερικά 20 χρόνια να βγει στο φως, όσο χρειάστηκε για να πειστεί η αυτού μεγαλειότητα του μπάσκετ πως είχε πλέον έρθει η ώρα. Όταν ο αποφάσισε να στηθεί μπροστά στην κάμερα, οι υπόλοιποι έκαναν ουρά πίσω του. Λίγο πριν πατήσω play, φοβήθηκα την απογοήτευση της προσμονής. «Αν είναι αν ψαχουλέψεις τις εφηβικές μου αναμνήσεις, το καλό που σου θέλω να μην το κάνεις σωστά», σκέφτηκα.
Ξύπνημα παρά τέταρτο, καφές, κουλούρι, φαγητό στον γάτο, όλα έτοιμα.
Play.
Θεωρητικά ήταν πολύ πρωί για να έχουν ξυπνήσει οι νευρικές μου απολήξεις. Για τους αθλητικογράφους το πρωινό της Δευτέρας δεν σημαίνει ό,τι για τους περισσότερους εκεί έξω – για εμάς η Δευτέρα είναι συνήθως η Κυριακή. Ο MJ μας συστήθηκε στην κάμερα: έμοιαζε με αστείο, εεε, ξέρεις, κάτι έχουμε ακούσει για σένα. Για την ακρίβεια, σχεδόν κάθε άνθρωπος στον κόσμο έχει ακούσει κάτι για σένα. Πρώτη ανατριχίλα.
Ένας πιτσιρικάς που φοράει ένα κόκκινο πουκάμισο είναι σταματημένος δίπλα σε μια κατακόκκινη Κορβέτ. Κάποιος από πίσω κορνάρει, όσο το χέρι μέσα στο αυτοκίνητο παίρνει το μικρό σημειωματάριο και υπογράφει. Ο μικρός κοιτάζει πίσω, παίρνει το βραβείο, πηδάει στο αυτοκίνητο. Δεύτερη ανατριχίλα.
«Μάλιστα, κατάλαβα», σκέφτομαι. «Έτσι θα μας πάει όλη η σειρά».
Ένα τηλεοπτικό συνεργείο που ακολουθούσε τον Τζόρνταν και τους Μπουλς κατά τη διάρκεια της σεζόν 1997-98, που έφερε το δεύτερο και τελευταίο θρι-πιτ. Αδύνατον να διώξω από πάνω μου την απολαυστικά ενοχική αίσθηση, νιώθω πως παρακολουθώ κάποιον από την κλειδαρότρυπα, πως μπορεί να με πιάσουν ανά πάσα στιγμή, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω.
Οι άνθρωποι πάνω από το παιχνίδι. Ναι, ο αμφιβληστροειδής κάθε aficionado του αθλητισμού είναι γεμάτος από εικόνες του “Air”. Τα παπούτσια του ήταν φυσικά το απόλυτο φετίχ των ‘80s και των ‘90s, αυτά που ξεκίνησαν την σχετική μανία και που διαχώριζαν τους πιτσιρικάδες μέχρι το παιχνίδι να τους εξισώσει. Ακόμα θυμάμαι τα Jordan VI που λιγουρευόμουν- τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να τα αποκτήσω στα γεράματα.
Από την αρχή καταλαβαίνει κανείς πως το μπάσκετ είναι το μέσο για να ειπωθεί η ιστορία των ανθρώπων. Η αποδοχή του πατέρα που θα γίνει το κίνητρο που θα διαμορφώσει την αδυσώπητη ανταγωνιστική φύση, την μανιακή αναζήτηση της τελειότητας. Οι δύο παραπληγικοί άνθρωποι στο σαλόνι σου που θα σφραγίσουν τις μελλοντικές επιλογές και θα πυροδοτήσουν το θυμό. Η σοφία μιας σκληρά εργαζόμενης οικογένειας να επιλέξει να ωθήσει τα παιδιά της στον αθλητισμό σε μια εποχή που ο ρατσισμός ήταν ακόμα μια σταθερή απόχρωση κάθε φωτογραφίας.
Το σύμπλεγμα κατωτερότητας που σε κάνει δυστυχισμένο αν κάποιος άλλος είναι στην πρώτη θέση του προβολέα, η εξουσία που επιτρέπει στα καρκινικά κύτταρα του χαρακτήρα σου να πολλαπλασιαστούν αχόρταγα. Η αγάπη για την μητέρα στην εποχή των γραμματόσημων, εκείνη που ήταν πιο αθώα γιατί ήταν λιγότερο περίπλοκη. Το μπάσκετ που ξεκίνησε στο χώμα, σε μια σκονισμένη μπασκέτα, αλλά δεν είχε σημασία, γιατί «είχα παλιά παπούτσια». Οι θρύλοι του αθλήματος, ο Μπερντ και ο Μάτζικ, που ήταν αρκετά ολοκληρωμένοι χαρακτήρες για να αναγνωρίσουν έναν όμοιο τους.
Όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους του δεύτερου επεισοδίου, η θλίψη μου κράτησε μόνο για λίγο. Ξέρω ότι σε μια εβδομάδα θα είναι πάλι Χριστούγεννα.