Η σεζόν μπορεί να μην έχει ολοκληρωθεί, αλλά το δείγμα γραφής που έχουμε από τους ξένους παίκτες του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού στην Ευρωλίγκα είναι αρκετό για να τους βάλουμε κάτω από το μικροσκόπιο, με θέα την επόμενη μέρα. Ξεκίνημα απόψε με τους ψηλούς και θα συνεχίσουμε με τις υπόλοιπες θέσεις τις επόμενες ημέρες.
Παναθηναϊκός
Ντεσόν Τόμας
Το ερώτημα προφανώς δεν είναι αν ο Παναθηναϊκός θα κρατήσει ή θα αποχαιρετήσει τον Τόμας. Δεν είναι μονάχα το γεγονός ότι το καλοκαίρι που μας πέρασε του προσέφερε διετή επέκταση συμβολαίου, αλλά κυρίως δύο άλλοι παράγοντες: ο Τόμας υπό μία έννοια είναι “προϊόν” του Παναθηναϊκού, αφού καταξιώθηκε ως αξιόπιστο “4αρι” στο επίπεδο της Ευρωλίγκας φορώντας τα πράσινα. Μέχρι τότε, άπαντες στέκονταν περισσότερο στα μειονεκτήματά του, παρά στα δυνατά του όπλα.
Επιπλέον, ποιον πρωτοκλασάτο πάουερ φόργουορντ θα μπορούσαν να προσελκύσουν οι “πράσινοι” με τα χρήματα που δίνουν στον Αμερικανό (σχεδόν 900χιλ για την επόμενη σεζόν) στην περίπτωση που αποφάσιζαν να τον αποδεσμεύσουν; Μάλλον κανέναν.
Εκεί λοιπόν που καταλήγουμε με την εις άτοπον απαγωγή είναι πως ο νέος προπονητής είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει μια γραμμή ψηλών η οποία θα καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις παρακάτω δύο συνθήκες:
Περαιτέρω εξέλιξη τόσο του Παπαγιάννη, όσο και του Μήτογλου, που αποτελούν τα δύο πολυτιμότερα περιουσιακά στοιχεία της ομάδας στην γραμμή των ψηλών.
“Μασκάρεμα” των δύο μεγάλων αδυναμιών του Τόμας.
Στην επίθεση, θα ήταν το πλήρες πακέτο αν είχε καλύτερη αίσθηση της πάσας. Διαθέτει αξιόπιστο σουτ όχι μόνο στατικά από κάθε απόσταση, αλλά και με μία ή δύο ντρίμπλες. Παράλληλα, ελάχιστα “4αρια” έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια από αυτόν με την μπάλα στο παρκέ, ενώ το γεγονός ότι είναι αριστερόχειρας, σε συνδυασμό με το ότι δεν φοβάται τις επαφές, του δίνουν πλεονέκτημα και στο χαμηλό ποστ, παρ’ ότι του λείπει μπόι. Αυτό το τελευταίο (άγνοια κινδύνου) τον καθιστά σταθερή απειλή για την αντίπαλη άμυνα και στο επιθετικό ριμπάουντ.
Φτάσαμε όμως στα δύο μειονεκτήματα. Ουδείς βασικός πάουερ φόργουορντ από τις ομάδες επιπέδου οκτάδας είναι χειρότερος στην ομαδική άμυνα από τον Τόμας. Επίσης, δεν είναι περισσότεροι από 2-3 εκείνοι που είναι ανάλογα ανεπαρκείς στο αμυντικό ριμπάουντ. Σύνθετη η εξίσωση, αναμφίβολα, αλλά και ιντριγκαδόρικη παράλληλα, αφού το “Παπαγιάννης-Μήτογλου-Τόμας” αποτελεί μια αξιοσέβαστη βάση.
Τζέικομπ Γουάιλι
Η συγκρατημένη αισιοδοξία των πρώτων εβδομάδων, που “χτίστηκε” πάνω σε δύο σπουδαίες εμφανίσεις (Αρμάνι και Άλμπα), ξεθύμανε γρήγορα. Οι ψηλοί του Παναθηναϊκού ήταν μονίμως εκτεθειμένοι λόγω της ανεπαρκούς πρώτης γραμμής άμυνας της ομάδας, τόσο στην πίεση πάνω στη μπάλα, όσο και σε καταστάσεις πικ εντ ρολ και η αλήθεια είναι πως ο Γουάιλι δεν είχε την σκληράδα, την πείρα και την προσωπικότητα να σηκώσει όλο αυτό το βάρος.
Οι επιδόσεις του στην άμυνα κατά την περσινή σεζόν με την φανέλα της Γκραν Κανάρια μας δίνουν την δυνατότητα να υποθέτουμε βάσιμα τα εξής:
Είναι καλύτερος απ’ αυτό που είδαμε μέχρι τώρα με την φανέλα του Παναθηναϊκού.
Είναι εργατικός και με σωστή νοοτροπία, κάτι που ουσιαστικά εγγυάται πως θα είναι βελτιωμένος την δεύτερη σεζόν.
Είναι όμως ο αθλητικός σέντερ που μπορεί να καλύψει όλα τα σχετικά “κουτάκια” στο μπλοκάκι του προπονητή, καλύπτοντας παράλληλα κυρίως τα μειονεκτήματα που έχει ένας γνήσιος σέντερ, όπως ο Παπαγιάννης; Με μια πρώτη ανάλυση, η απάντηση είναι “όχι”. Τεκμηριωμένη απάντηση επ’ αυτού ωστόσο μπορεί να δώσει μονάχα ο Γιώργος Βόβορας, που τον γνωρίζει… απ’ έξω κι ανακατωτά από τις προπονήσεις.
Μπεν Μπέντιλ
Ξεκίνησε ουσιαστικά τη σεζόν ως ο τελευταίος στην ιεραρχία των ψηλών του Παναθηναϊκού, αλλά κάπου στην πορεία προσπέρασε τον Γουάιλι και το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την χρησιμοποίηση του Τόμας και στο “3” απ’ ένα σημείο και μετά, του έδωσε ρόλο και χρόνο. Άφησε θετικότατες εντυπώσεις σε αρκετά παιχνίδια, δείχνοντας παράλληλα σημάδια ισχυρής προσωπικότητας, αφού ουδέποτε φοβήθηκε τα δύσκολα, ωστόσο ήταν φανερό πως δεν είναι έτοιμος γι’ αυτό το επίπεδο.
Από την στιγμή λοιπόν που μόλις πριν από δύο εβδομάδες έκλεισε τα 25 του χρόνια, ίσως η καλύτερη λύση θα ήταν να δοθεί δανεικός.
Ολυμπιακός
Νίκολα Μιλουτίνοφ
Πρόκειται για τον κορυφαίο γνήσιο σέντερ αυτή τη στιγμή στην Ευρωλίγκα (έστω μαζί με τον Ταβάρες), γνωρίζουμε από το περασμένο καλοκαίρι πως η τιμή εκκίνησης για την απόκτησή του είναι τα 2εκ ευρώ ετησίως και με βάση τα δύο αυτά δεδομένα, ο Ολυμπιακός έχει ουσιαστικά ήδη κλείσει τον αντικαταστάτη του. Πάμε παρακάτω λοιπόν.
Οκτάβιους Έλις
Στην περίπτωση του Έλις παίζουμε με σημαδεμένη τράπουλα. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας έδειξε από την πρώτη στιγμή ότι εμπιστεύεται απόλυτα τον Αμερικανό σέντερ που ψώνισε μεσούσης της περιόδου από τον Προμηθέα Πάτρας κι εκείνος του το ανταπέδωσε, επιδεικνύοντας θαυμαστή ωριμότητα και ταχύτατη προσαρμοστικότητα στα απαιτητικά δεδομένα της Ευρωλίγκας.
Ο Έλις έχει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους λεγόμενους “αθλητικούς σέντερ” (μακριά χέρια, ταχύτατα πόδια, αξιόπιστο παιχνίδι πάνω από την στεφάνη σε άμυνα κι επίθεση), αλλά και τα μειονεκτήματα (απειλεί μονάχα εντός των τριών μέτρων, ενώ με εξαίρεση κάποια “κλειδώματα” βαθιά μέσα στη ρακέτα, όπου έχει την δυνατότητα να κάνει μία ντρίμπλα, η μειωμένη τεχνική του ικανότητα τον περιορίζει σε μπάσκετ της μίας επαφής, χωρίς να υπάρχει η πάσα στο ρεπερτόριό του). Αυτό που τον διαφοροποιεί σε σχέση με τον μέσο όρο είναι το μεγάλο του κορμί (2.08μ.) και η σχετική του επάρκεια στην άμυνα στο λόου ποστ.
(Αυτό το τελευταίο αποτελεί ιδανική αφορμή για να καταρρίψουμε έναν από τους μεγαλύτερους μύθους της σύγχρονης Ευρωλίγκας. Κατά κανόνα, οι αθλητικοί σέντερ δεν είναι καλοί αμυντικοί στο χαμηλό ποστ. Επίσης, συνήθως είναι μετρίως μέτριοι στο αμυντικό ριμπάουντ. Κοινώς, για κάθε Ντάνστον που αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, υπάρχουν μια ντουζίνα Τάιους).
Ο Μπαρτζώκας θεωρεί ότι ο Έλις έχει τόσο την εργατικότητα, όσο και την ωριμότητα για να βελτιωθεί σε κάποιους από αυτούς τους τομείς κι ο Αμερικανός αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο στη γραμμή ψηλών της ομάδας τη σεζόν 2020-’21.
Όγκουστιν Ρούμπιτ
Παίκτης με δεδομένα τεχνικά χαρίσματα, ωριμότητα και πείρα, αλλά ουσιαστικά χωρίς θέση στην σύγχρονη Ευρωλίγκα. Ως “4” τα έχει σχεδόν όλα, με εξαίρεση όμως το ίσως πιο σημαντικό για έναν ψηλό που βλέπει τον κόσμο “μόλις” από τα 2.02μ.. Το σταθερό μακρινό σουτ, που θα του έδινε την δυνατότητα να λειτουργήσει ως γνήσιο “stretch-4”. Καλό το σουτάκι από το elbow, το οποίο ο Ρούμπιν βάζει επτά φορές στις 10 και μάλιστα με κλειστά τα μάτια, αλλά αυτά είναι κόλπα που έπιαναν στα 00ς, άντε το πολύ μέχρι το ξεκίνημα της περασμένης 10ετίας.
Από την άλλη πλευρά ως “5” είναι ξεκάθαρο ότι το σώμα του δεν τον βοηθά. Δεν είναι αδύναμος και ξέρει πως να βάλει το κορμί του, αλλά δεν έχει σε καμία περίπτωση την εκρηκτικότητα που απαιτείται για να εκμεταλλευτεί με συνέπεια το ευρύ ρεπερτόριο που διαθέτει με πλάτη στο καλάθι. Παράλληλα, τα αργά πλαϊνά του βήματα απαγορεύουν κάθε σκέψη χρησιμοποίησης του σε ρόλο “αλεξικέραυνου” απέναντι στα πικ εντ ρολ του αντιπάλου.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε να παραμείνει στον Ολυμπιακό της επόμενης σεζόν μονάχα ως πέμπτος ψηλός. Τρίτος δηλαδή στην ιεραρχία τόσο στο “4”, όσο και στο “5”. Το υψηλό του κασέ, ωστόσο, σε σχέση με τα περιορισμένα μπάτζετ της σημερινής εποχής, δεν επιτρέπουν τέτοιες σκέψεις.