Στον Βασίλη Κικίλια έλαχε ο κλήρος να κρατήσει την ‘’ωρολογιακή βόμβα’’ στα χέρια του. Στην δεύτερη θητεία του ως υπουργός βρέθηκε να κάνει κουμάντο στο Υπουργείο που μάλλον τα… λημέρια του ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο. Πλέον όμως έχει να τα βγάλει πέρα και με τον δυσκολότερο αντίπαλο που μπορούσε να αντιμετωπίσει, μια πανδημία που κτυπάει τον πλανήτη.
Για τον υπουργό Κικίλια προφανώς δεν είμαι αρμόδιος να γράψω πολλά πράγματα αλλά βλέποντας τον στην τηλεόραση να μιλάει για μέτρα, ιούς και διάφορα άλλα δυσάρεστα πράγματα σκέφτηκα αυτόματα ένα πράγμα: Τουλάχιστον έχουμε Υπουργό που ξέρει από… άμυνα!
Στην πολιτική με την οποία ασχολείται ενεργά εδώ και 15 χρόνια ξεκινώντας από την τοπική αυτοδιοίκηση ο πτυχιούχος της ιατρικής Βασίλης Κικίλιας έχει κερδίσει περισσότερα παράσημα και γαλόνια από όσα στα 20 χρόνια έπαιξε μπάσκετ. Η για να το θέσουμε στη σωστή βάση: Είναι πρωταγωνιστής.
Στο μπάσκετ ήταν μια ολόκληρη καριέρα ένας υπερπολύτιμος ρολίστας που είχε μάθει να κερδίζει με κόπο και ιδρώτα και το τελευταίο δευτερόλεπτο συμμετοχής του στα παιχνίδια. Χάρη στην υπομονή και το πείσμα του κατάφερε να παίξει 18 φορές στην εθνική ομάδα και να γίνει πολύτιμη μονάδα σε δύο ομάδες (Πανιώνιος, ΑΕΚ) κερδίζοντας και μπόλικους τίτλους.
Το καλύτερο ενδεχόμενα μπάσκετ της καριέρας του το έπαιξε στον Πανιώνιο την εποχή που στον πάγκο της ομάδας κάθισε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Ο Κικίλιας που ήταν γέννημα θρέμμα των τμημάτων υποδομής του συλλόγου έψαχνε ακόμη ταυτότητα μέσα στο παρκέ. Είχε ξεκινήσει ως ένας πολλά υποσχόμενος πιτσιρικάς αλλά στην πορεία έχασε πολλά μέτρα σε σχέση με τους συνομήλικους του. Κυρίως, γιατί οι επιδόσεις του στην επίθεση ήταν περιορισμένες αλλά και για ένα ακόμη λόγο. Μπροστά του υπήρχε η σκιά του Φάνη Χριστοδούλου με τον οποίο έπαιζε στην ίδια θέση!
Ο Ίβκοβιτς κατάφερε όχι μόνο να πάρει το 100% των δυνατοτήτων του Κικίλια αλλά να τον αναδείξει και ως ένα προικισμένο αμυντικό εξολοθρευτή σε εποχές που τέτοιοι ρόλοι δεν ήταν καλοδεχούμενοι από τους περισσότερους παίκτες. Κάθε φορά που ο ‘’σοφός’’ εκνευριζόταν από την άμυνα της ομάδας τον έριχνε στη μάχη και όπως μου είπε μερικά χρόνια αργότερα ‘’δέκα τέτοιους θα ήθελα να έχω στην ομάδα μου.
Ήξερε τον ρόλο του, είναι πολεμιστής και έμπαινε μέσα για να παίξει πέντε λεπτά χωρίς να τον νοιάζει αν θα σουτάρει έστω και μια φορά. Έβαζε το κορμί του στις φάσεις, έπαιζε ξύλο και δεν τον απασχολούσε αν θα τελείωνε τον αγώνα με μηδέν πόντους. Έπαιζε για την ομάδα και όχι για την πάρτη του’’.
Κάπως έτσι ο Κικίλιας πρωταγωνίστησε στην πιο παράξενη φάση της καριέρας του μερικά χρόνια αργότερα φορώντας τα κιτρινόμαυρα της ΑΕΚ. Στον 1ο τελικό του 2002 απέναντι στον Ολυμπιακό η ΑΕΚ βρισκόταν τρεις πόντους πίσω στο σκορ, μείωσε με μια βολή και στη δεύτερη άστοχη δεν μπόρεσε να σκοράρει μετά από διαδοχικά επιθετικά ριμπάουντ του Ντικούδη και του Κακιούζη.
Το τρίτο επιθετικό το πήρε μέσα από ένα όμιλο παικτών ο Κικίλιας που προσπάθησε να βγάλει τη μπάλα έξω από τα ρακέτα. Με πέντε δευτερόλεπτα στο χρονόμετρο ο Μπουντούρης έκανε μια βουτιά για να κλέψει τη μπάλα και σώριασε τον Κικίλια στο παρκέ. Η πρώτη εκτίμηση ήταν ότι οι διαιτητές είχαν δώσει τη μπάλα στον Ολυμπιακό αλλά ο σωριασμένος στο παρκέ Κικίλιας είχε αντιληφθεί ότι είχε κερδίσει φάουλ.
Οι ελεύθερες βολές δεν ήταν ποτέ το δυνατότερο σημείο του παιχνιδιού του (67% ποσοστό καριέρας στην Α1). Οι παίκτες του Ολυμπιακού υποστήριζαν μετά το παιχνίδι ότι ο τραυματισμός του δεν ήταν τόσο σοβαρός ώστε να πάει στον πάγκο και ότι προσποιήθηκε. Αλήθεια ή ψέματα δεν το έμαθε ποτέ κανείς.
Ο Αμερικάνος Καρ που εκτέλεσε τις βολές, ευστόχησε και έστειλε τον αγώνα στην παράταση, όπου πάντως κέρδισε ο Ολυμπιακός αφήνοντας ως ένα μόνιμο ερωτηματικό αν ο νυν Υπουργός είχε τραυματιστεί ή κατάλαβε πιο γρήγορα από όλους τι θα έδιναν οι διαιτητές. Λίγες μέρες αργότερα πάντως η ΑΕΚ με μια επική και άνευ επανάληψης μέχρι τις μέρες μας ανατροπή στην ιστορία των τελικών πανηγύριζε την κατάκτηση του τελευταίου τίτλου της ως πρωταθλήτριας Ελλάδος.
Ο Κικίλιας πήρε το τελευταίο μεγάλο ενθύμιο της καριέρας του: Μια μπλούζα με τις υπογραφές των συμπαικτών του. Και για αυτή τη μπλούζα αξίζει να γράψω τον επίλογο αυτής της μικρής αναφοράς. Δύο χρόνια αργότερα τελείωνε την καριέρα του ως παίκτης του Απόλλωνα Πατρών και πάλευε να πάρει και το πτυχίο του στην Ιατρική.
Εκείνη την εποχή δούλευα σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό που έφτιαξε ένα ολόκληρο μαραθώνιο για να μαζευτούν χρήματα και να μπορέσουν να πάνε στο εξωτερικό δύο παιδάκια που έπρεπε να εγχειριστούν για κάποιες σπάνιες ασθένειες. Τη δεύτερη μέρα του ραδιοφωνικού μαραθώνιου με φώναξαν να κάνω ένα δίωρο για να πουληθούν κάποια σπάνια αναμνηστικά του μπάσκετ και να αβγατίσουν τα λεφτά που είχαν μαζευτεί.
Κουβάλησα μερικά δικά μου ενθύμια, υπήρχαν και κάποια που είχαν στείλει στον σταθμό παίκτες και προπονητές. Μετά από μια ώρα είχε μαζευτεί ένα μεγάλο ποσό από τους μπασκετόφιλους, αν θυμάμαι καλά γύρω στα 3000 ευρώ. Η τηλεφωνήτρια του σταθμού μπήκε στο στούντιο και άφησε μπροστά μου μια κιτρινόμαυρη φανέλα.
‘’Δώστη και αυτή, τώρα την έφεραν’’ μου είπε. Ρώτησα ποιος την πρόσφερε και μου είπε ‘’δεν θέλει να πεις όνομα’’. Έκανα ένα μουσικό διάλειμμα και βγήκα από το στούντιο για να πέσω πάνω σε ένα βουρκωμένο δίμετρο. ‘’Σε άκουγα στο δρόμο και συγκινήθηκα’’, μου είπε.
‘’Τόσα χρόνια που παίζω μπάσκετ δεν είχα κάτι άλλο να φέρω. Μόνο αυτή τη μπλούζα από το πρωτάθλημα του 2002. Στη δίνω μέσα από την καρδιά μου’’. Ήταν ο Βασίλης Κικίλιας που μου έβαλε ένα όρο. Να μην πω ποιος την προσφέρει. ‘’Δεν το κάνω για διαφήμιση. Γιατρός είμαι ξέρεις εκτός από μπασκετμπολίστας’’, μου είπε και έφυγε.
Σεβάστηκα την επιθυμία του και δεν είπα λέξη. Δέκα λεπτά αργότερα η φανέλα είχε πουληθεί για 400 ευρώ αλλά προφανώς το ποσό μικρή σημασία έχει. Ο σκληρός τύπος που έβγαζε το ψωμί του στα γήπεδα εξολοθρεύοντας στην άμυνα τους αντίπαλους σκόρερ μου έδειξε μια άλλη πτυχή του χαρακτήρα του.
Αν καταφέρει να παίξει μέχρι τέλους άμυνα απέναντι στην πανδημία θα έχει κάνει και αυτή τη φορά τη δουλειά του. Και ας μην εκτελέσει τις κρίσιμες βολές που θα καθορίσουν τον νικητή.