Έχοντας απεριόριστο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μας, δώσαμε στην τελετή απονομής των (πρόωρων) βραβείων για τη φετινή Ευρωλίγκα τη μορφή… τριήμερου φεστιβάλ. Για ποιο λόγο δηλαδή να περιοριστούμε σε συμβατικές καταστάσεις, όταν μπορούμε να απολαύσουμε Όσκαρ και Βατόμουρα ταυτόχρονα, με μια νότα από Κοατσέλα και Γκλάστονμπερι;
Κατά την χθεσινή πρώτη μέρα των βραβείων μάθαμε τον MVP (Λάρκιν), τον κορυφαίο αμυντικό (Ταβάρες) και τον καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο (Σίκμα). Ώρα για τον πιο βελτιωμένο, τον καλύτερο επανεμφανιζόμενο και την μεγαλύτερη απογοήτευση.
ΠΙΟ ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΟΣ
Η κατηγορία με τις περισσότερες ισχυρές υποψηφιότητες και κατ’ επέκταση εκείνη με τον μεγαλύτερο συναγωνισμό. Όταν περιπτώσεις όπως του Πλάις (Εφές), του Τόμκινς (Ρεάλ) και του Λούτσιτς (Μπάγερν) περνούν αυτόματα σε δεύτερη μοίρα (30αρηδες πλέον και οι τρεις, η αξιοσημείωτη και πάνω απ’ όλα συνεπέστατη φετινή τους παρουσία αποδίδεται κυρίως στην ωρίμανσή τους), όταν ο Παπαπέτρου (Παναθηναϊκός) με τον Λεντέι (Ζαλγκίρις) δεν φτάνουν καν στον άτυπο τελικό, τότε είναι σαφές ότι ο πήχης στη μάχη για τον πιο βελτιωμένο τοποθετήθηκε σε ένα ύψος που προκαλεί ίλιγγο.
Εν τέλει, μονάχα δύο κατάφεραν να κλικάρουν όλα τα κουτάκια. Σκοτ Γουίλμπεκιν από την μία, Τόμας Γουόκαπ από την άλλη. Το αδιαμφισβήτητο νο1 της Μακάμπι, απέναντι στον νέο ηγέτη της Ζαλγκίρις. Θα μπορούσαμε να κόψουμε το καρπούζι στη μέση, αναδεικνύοντας δύο νικητές, σε μία εύκολη αλλά συνάμα διπλωματική λύση. There can be only one, όμως. Κι αυτός είναι ο Γουίλμπεκιν.
Ναι, η απόσταση που διήνυσε μέσα σε μία σεζόν ο Γουόκαπ είναι προφανώς μεγαλύτερη. Πέρσι ήταν για ένα διάστημα ο τελευταίος τροχός της αμάξης στο Κάουνας, παίζοντας κάτι σκόρπια 5λεπτα κι 8λεπτα, με τον Σάρας να τον θεωρεί ακόμα “μπάλωμα”, με στόχο να κλείνει τρύπες στο ροτέισιον. Φέτος όχι απλώς έχει ανεβάσει κατακόρυφα τα στατιστικά του (από τους 5,2 πόντους το 2018-19, έφτασε στους 9,6 κι από το 29,5% στο τρίποντο εκτοξεύθηκε στο 46,7%), αλλά με το πηγαίνει στον πάγκο, η Ζαλγκίρις γίνεται άλλη ομάδα.
Έχει πλέον εκείνος την μπάλα στα χέρια του στα κρίσιμα, με τον προπονητή του να τον εμπιστεύεται για όλες τις καθοριστικές αποφάσεις. Το ίδιο ακριβώς ισχύει όμως και με τον Γουίλμπεκιν, που από σκόρερ ολκής (τυπικά ως κόμπο γκαρντ, αλλά παίζοντας κυρίως… για τον εαυτό του), έγινε ολοκληρωμένος σούπερ σταρ που κάνει άπαντες δίπλα του καλύτερους. Ποια είναι λοιπόν το στοιχείο που κάνει την διαφορά ανάμεσά τους, γέρνοντας την πλάστιγγα υπέρ του εκλεκτού του Γιάννη Σφαιρόπουλου; Εκείνος ηγείται μιας ομάδας επιπέδου τετράδας κι όχι ενός μνηστήρα που τρέχει να προλάβει τα πλέι οφς.
ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΣ
Δεν έχουμε λόγο να το κρύψουμε. Αυτό το βραβείο θεσπίστηκε για να το κερδίσει ο Μάλκολμ Ντιλέινι. Συνυποψήφιος δεν υπήρχε, διότι ουδείς μπορεί να αντέξει το βάρος της σύγκρισης με τον γκαρντ της Μπαρτσελόνα.
Το φθινόπωρο που μας πέρασε, το καμάρι της Καταλονίας ξόδεψε έναν σκασμό λεφτά, με στόχο να βγει επιτέλους από την σκιά της “αιώνιας” αντιπάλου Ρεάλ. Κέρδισε τόσο την ουσία (Ντέιβις, Χίγκινς) όσο και τις εντυπώσεις (Μίροτιτς) στο μεταγραφικό παζάρι, όμως οι τραυματισμοί τόσο του Ερτέλ όσο και του Πάνγκος υποχρέωσαν τον Πέσιτς αναζητήσει κι έναν “τιμονιέρη”. Δεν υπήρχε καλύτερος διαθέσιμος από τον παλαιό ηγέτη της Λοκομοτίβ Κουμπάν. Τον Αμερικανό γκαρντ που είχε οδηγήσει την τότε ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα στο φάιναλ φορ του 2016, αποκλείοντας, σε μία επική σειρά στους “8”, την Μπαρτσελόνα.
Ο Ντιλέινι δεν όριζε τα πάντα για την ρωσική ομάδα μονάχα στην επίθεση. Ήταν παράλληλα ο θεμέλιος λίθος και στην στην περίφημη switching defence του νυν προπονητή του Ολυμπιακού, μαρκάροντας αποτελεσματικά τον Τόμιτς και τους υπόλοιπους ψηλούς της Μπάρτσα στα δυο μέτρα από το καλάθι.
Η αλήθεια είναι πως ο Ντιλέινι χρειάστηκε λίγες εβδομάδες για να προσαρμοστεί στο νέο (περιορισμένο για την κλάση και τις συνήθειές του) ρόλο. Μόλις αυτό συνέβη, τα πάντα μπήκαν στην σωστή τους θέση στη Βαρκελώνη. Ο Μίροτιτς είναι το αδιαμφισβήτητο νο1, ο Ντέιβις και ο Κλαβέρ τα κύρια στηρίγματα του στους ψηλούς και ο Ντιλέινι με τον Χίγκινς εκείνοι που θα πάρουν και μεγάλα σουτ, αλλά κυρίως τις καθοριστικές αποφάσεις με την μπάλα στα χέρια.
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Για να καταλήξουμε στο νικητή της κατηγορίας που… κανείς δεν θα ήθελε να νικήσει, έπρεπε πρώτα να ορίσουμε τι θα πει “απογοήτευση”. Μπέρδεψε βλέπετε ελαφρώς τα πράγματα η ιδιαίτερη περίπτωση του Μοζγκόφ. Πως όμως γίνεται να χαρακτηριστείς “απογοήτευση” όταν δεν έχεις καν εμφανιστεί; Όταν λοιπόν θεσπίσουμε βραβείο για το ηχηρότερο “no show” της δεκαετίας, σας υποσχόμαστε ότι ο Ρώσος σέντερ θα έχει περίοπτη θέση στη λίστα των υποψηφίων. Μέχρι τότε, θα μείνουμε σε αυτούς που… εμφανίστηκαν μεν, αλλά η παρουσία τους δεν δικαίωσε σε καμία περίπτωση τις προσδοκίες.
Ένας τρόπος υπήρχε μονάχα για να μην καταλήξει το “χρυσό βατόμουρο” στον Τζίμερ Φριντέτ. Να μην σταθεί στο ύψος του ένας καταξιωμένος παίκτης πρώτης κλάσης. Σύμφωνοι, όχι απλώς δεν έχει δικαιολογήσει το συμβόλαιο ύψους 1,7εκ ο “μπόμπερ” του Παναθηναϊκού, αλλά είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι απέναντι σε ομάδες οκτάδας ο προπονητής του χάνει τον ύπνο του προσπαθώντας να βρει τρόπο για να τον κρύψει. Αυτή είναι όμως η σκληρή πραγματικότητα της σύγχρονης Ευρωλίγκας. Για να κάνεις την διαφορά σε αυτή, δεν αρκεί να είσαι ικανότατος σε έναν τομέα του παιχνιδιού.
Αυτός λοιπόν που λυτρώνει τον “ρούκι” Φριντέτ δεν είναι άλλος από τον Νάντο Ντεκολό. Αν αρκεστούμε στα στατιστικά, το συμπέρασμα είναι το εξής: Ο Γάλλος κάνει άλλη μία σεζόν βγαλμένη από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Σχεδόν 16 πόντοι με το σύνηθες 50%, 40%, 90% (σε δίποντα, τρίποντα και βολές αντίστοιχα), αλλά και τρεις ασίστ. Εικονική πραγματικότητα. Από τότε που ξεκίνησε ο δεύτερος γύρος, ο Ντε Κολό (από τον οποίο ο Ομπράντοβιτς περίμενε να κάνει μαζί με τον Σλούκα την διαφορά σε μία ομολογουμένως δύσκολη σεζόν για την Φενέρ)… αγνοείται. Κόντρα στην Μπαρτσελόνα; Άοσμος, άχρωμος και άγευστος. Απέναντι στον Αστέρα και τη Ζενίτ; Φιλική συμμετοχή; Στο ντέρμπι με τη Μακάμπι; Αφήστε το καλύτερα. Μηδέν εις το πηλίκο.
Ακόμα και στο ναυάγιο της ήττας με 29 πόντους μέσα στην Πόλη από τη Ρεάλ που “έγραψε” αξιοσέβαστα νούμερα, αυτά ήταν παντελώς “άδεια”. Ο Γάλλος ουδέποτε φημιζόταν για την σκληράδα του, ωστόσο στη Μόσχα ο Ιτούδης είχε βρει τον τρόπο να μασκαρεύει (τις περισσότερες σεζόν, τουλάχιστον) την χτυπητή του αδυναμία. Στην Τουρκία ωστόσο τα πράγματα είναι, μέχρι τώρα τουλάχιστον, εντελώς διαφορετικά. Η Φενέρ δεν έχει Χάκετ, Χίγκινς, Κουρμπάνοφ, Χάινς και Κλάιμπερν για να φυλάνε τα νώτα του, παρά μόνο τον Κάλινιτς. Συνυπολογίστε το γεγονός ότι ο Ντε Κολό κλείνει σε λίγους μήνες τα 33 κι έχετε ένα ολοκληρωμένο πακέτο με ένδειξη “περασμένα μεγαλεία, διηγώντας τα να κλαις”.