Οι Αμερικανοί που θα βάλουν ξυπνητήρι για να δουν το συναπάντημα με τον Γιάννη και η Ελλάδα που ξυπνώντας δεν θα ξέρει αν θα παίξει παιχνίδι επιβίωσης. Ο Χρήστος Καούρης γράφει για το συναπάντημα με τον Γκρεγκ Πόποβιτς.

Την ώρα που η εθνική θα πατήσει το παρκέ για να καταστρώσει τα σχέδια της για ένα εν δυνάμει τελικό απέναντι στις Η.Π.Α, το πιθανότερο είναι πως ο προπονητής – σομελιέ Γκρεγκ Πόποβιτς θα ασχολείται με την επιμόρφωση του Στιβ Κερ σε θέματα οινογνωσίας. 

Βλέπετε, ο «Ποπ», με το 3-0 στην τσέπη, είχε την άνεση να αφήσει τους παίκτες του ελεύθερους μία ημέρα πριν το ραντεβού με την Ελλάδα. Αν υποψιάζεστε ότι το ίδιο θα έκανε ούτως ή άλλως, δεν σας αδικώ, αλλά πρόκειται ούτως ή άλλως για υποθετικό σενάριο. 

Δύσκολο πράγμα, η προετοιμασία του αγώνα. Δύο ημέρες μετά από αγώνα – κριτήριο πρόκρισης με τους Νεοζηλανδούς, με ενδιάμεσο ταξίδι, με την κανονική προπόνηση να είναι απαγορευμένη λέξη. Δεν νοείται, σε κανένα πρωτάθλημα, να συμβεί οτιδήποτε άλλο. Πολλή τακτική, δουλειά στην αποκατάσταση, χαλάρωμα και γνωριμία με το νέο περιβάλλον: όχι ακριβώς ότι θέλει κανείς όταν υφίσταται ενδεχόμενο να παίξει σε 40 λεπτά την ύπαρξή του στο Παγκόσμιο. Αυτά όμως είναι τα χαρτιά, Βραζιλία γαρ. Με αυτά θα προσπαθήσουμε να κερδίσουμε την παρτίδα. 

Το εύκολο στην όλη υπόθεση, είναι το πνευματικό. 

Οι Η.Π.Α είναι η πρόκληση στην οποία ο καθένας στέκεται προσοχή, ακονίζει τα νύχια του και περιμένει την ώρα του για να γράψει ιστορία. «Το παιχνίδι που ονειρεύεσαι να παίξεις», όπως είπε ο Ιωάννης Παπαπέτρου. Υπό αυτή την έννοια, οι Γιάνκηδες είναι δωρεάν ένεση αδρεναλίνης. 

Ο Θανάσης Σκουρτόπουλος έχει προαναγγείλει ήδη τις διαφοροποιήσεις στην τακτική στόχευση: η εισαγωγή μορφών ζώνης και ζον-πρες είναι λογικές επιλογές, αφού είναι αυταπόδεικτο πως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της εθνικής απέναντι στις Η.Π.Α δεν είναι ούτε ο Γιάννης, ούτε ο Καλάθης, ούτε το transition. 


Είναι η FIBA Basketball. 


“Welcome to FIBA Basketball” ήταν το μήνυμα που έστειλε ο Ρίκι Ρούμπιο στον επί δύο χρόνια συμπαίκτη του στους Γιούτα Τζαζ, Ντόνοβαν Μίτσελ, καλωσορίζοντας τον σε έναν physical κόσμο στον οποίο οι επαφές είναι κανόνας, τα αμυντικά τρικ κοινό μυστικό και οι χώροι είδος εν ανεπαρκεία. 

Η γαλανόλευκη καλείται να τεντώσει τους κανονισμούς του Παγκόσμιου Κυπέλλου προς όφελος της, επιδιώκοντας όσο δεν έχει κάνει ως τώρα τις σωματικές επαφές και παίζοντας στο όριο του φάουλ με τον πιο κυνικό τρόπο που μπορεί. Η αναμενόμενη ένταση πρέπει να γίνει σκληράδα. Οι φανέλες μπροστά στη μπάλα, κανόνας: το ελλειμματικό αμυντικό transition του β΄ ημιχρόνου απέναντι στη Βραζιλία και ολόκληρου του αγώνα με τη Νέα Ζηλανδία πρέπει να εξαφανιστεί. Το εγκεφαλικό τσιπ δεν μπορεί να γράφει τίποτα λιγότερο από «επείγον».

 Την ίδια στιγμή, δεν μου είναι εύκολο να αντιληφθώ από πού πηγάζει η περιρρέουσα αισιοδοξία για εκτυφλωτική εμφάνιση του Γιάννη απέναντι στους αντιπάλους του στο ΝΒΑ, «επειδή τους ξέρει», ή «επειδή τους έχει». Μοιάζει τουλάχιστον αλαζονικό να ετοιμαζόμαστε να αντιμετωπίσουμε την ομάδα των Γκρεγκ Πόποβιτς και Στιβ Κερ και να θεωρούμε πως ο Γιάννης θα αντιμετωπιστεί σε καθαρό 1v1 μαρκάρισμα, δίχως τακτικές διαφοροποιήσεις. Για τους έχοντες ασθενή μνήμη, ο Πόποβιτς ήταν αυτός κονιορτοποίησε την αυτοπεποίθηση του 23χρονου Λεμπρόν Τζέιμς στους τελικούς του 2007, όταν οι Σπερς πήραν το πρωτάθλημα σκουπίζοντας τους άγουρους Καβς με 4-0. 

Αν αυτό σας φαίνεται πολύ μακριά, ο ίδιος «Ποπ» σχεδίασε τον τρόπο που απενεργοποίησε το πυρηνικό όπλο Τζέιμς Χάρντεν στους ημιτελικούς της Δύσης το 2017. Οι Σέλτικς είχαν μια ιδέα στα φετινά playoffs, οι Ράπτορς τον τελειοποίησαν χάρη στον εξωγήινο Λέναρντ, η Βραζιλία είχε αποτελεσματικές ιδέες σε ευρωπαϊκό περιβάλλον. Σύμφωνοι, η Team USA δεν είναι «ομάδα Πόποβιτς» όσο είναι τον Σαν Αντόνιο, αλλά χρήσιμο είναι να θυμόμαστε ποιους καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Για να μην παρεξηγηθώ, θεωρώ κάτι τέτοιο αυτονόητο πως συμβαίνει ήδη στις τάξεις του ελληνικού προπονητικού τιμ. 

Από όπου και να το δει κανείς, το Σάββατο θα είναι μια ξεχωριστή, περίεργη μέρα. Πηγαίνοντας στο πρωινό, διεθνείς και προπονητικό τιμ δεν μπορούν να είναι σίγουροι για το αν πρέπει να βαφτούν με τα χρώματα του πολέμου. Αυτό θα αποφασιστεί δύο ώρες πριν το τζάμπολ, όταν θα έχει κατακαθίσει η σκόνη από την μονομαχία της Τσεχίας με την Βραζιλία. Σε περίπτωση που η παρέα του Σατοράνσκι έχει πατήσει στην φθορά των ποιοτικών, αλλά 35+ Βραζιλιάνων που θα δώσουν τέταρτο ματς σε οκτώ μέρες, εμείς τι κάνουμε; Παίζουμε το ματς ή πάμε πάσο και κάνουμε συντήρηση εν όψει του τελικού της Δευτέρας;

Η απάντηση προφανώς δεν είναι απλή, ούτε αυτονόητη. 

Από τη μία, ο χαρακτήρας μια ομάδας που θέλει να λέγεται μεγάλη και κυνηγά την κορυφή σφυρηλατείται από κατά μέτωπο συγκρούσεις με τους καλύτερους, μην παίζοντας για οτιδήποτε διαφορετικό από τη νίκη. 

Από την άλλη, το παράδειγμα της Τουρκίας παραείναι νωπό για να το αγνοήσει κανείς. Τους έφτασαν στο αμήν, φοβήθηκαν να κερδίσουν, εξαντλήθηκαν, κατέληξαν στην άγονη γραμμή αφού οι Τσέχοι τους βρήκαν μπόσικους και τους λιάνισαν. 

Συζητώντας το με ένα μπαρουτοκαπνισμενο μπασκετμπολίστα, πήρα μια ενδιαφέρουσα άποψη: «Παίζεις το ματς, για τη νίκη, οι μεγάλες ομάδες δεν παίζουν για τίποτα άλλο. Αλλά την ίδια στιγμή ανοίγεις το rotation, σε 10, 11 παίκτες. Παίζεις στο κόκκινο, αλλά κανείς δεν ξεπερνάει τα 30 λεπτά». 

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα έχει μπροστά της μια ιστορική ευκαιρία απέναντι σε μια εξόφθαλμα τρωτή ομάδα. 

Διαβάζω στα αμερικανικά sites: «Βάλτε τα ξυπνητήρια σας, Giannis Vs Team U.S.A, στις 08:30 του Σαββάτου».