Η Εθνική μπάσκετ έχει μόλις 24 ώρες για να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, αφού το παιχνίδι με τους Αμερικανούς είναι τελικός.Γράφει ο Γιώργος Συρίγος

Έτσι όπως τα κάναμε στην πρώτη φάση, επιτρέποντας στη Βραζιλία να μας κερδίσει παρότι προηγηθήκαμε με 17 πόντους, φτάσαμε τώρα να έχουμε μπροστά μας ένα παιχνίδι χωρίς αύριο με αντιπάλους τους Αμερικανούς.

Την ίδια ώρα που εμείς προετοιμαζόμαστε για μία επί της ουσίας νοκ άουτ αναμέτρηση (τα πράγματα θα αλλάξουν και το «πρέπει» θα γίνει αισθητά μικρότερο για την Εθνική μας, μονάχα εφόσον οι Τσέχοι νικήσουν τους Βραζιλιάνους. Το συγκεκριμένο παιχνίδι ωστόσο διεξάγεται λίγες ώρες πριν το ραντεβού μας με τις ΗΠΑ, οπότε πρακτικά απαγορεύεται ακόμα και να το σκεφτόμαστε, αφού κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά) ο Πόποβιτς, ο Κερ και οι παίκτες τους σουλατσάρουν στη Σενζέν, απολαμβάνοντας το ρεπό που κέρδισαν χάρη στο 3-0 με το οποίο ολοκλήρωσαν την πρώτη φάση.

Εκείνοι λοιπόν, σίγουρα όχι χαλαροί, αφού όπως φάνηκε κυρίως στο παιχνίδι με την Τουρκία, έχουν πολλά ζητήματα να διευθετήσουν, αλλά σε καμία περίπτωση αγχωμένοι κι εμείς από την άλλη κουβαλώντας το βάρος που αυτόματα δημιουργεί μια αναμέτρηση με τέτοιο διακύβευμα.

Αν λοιπόν η διαχείριση των συναισθημάτων αποτελεί εξ ορισμού ρυθμιστικό παράγοντα σε ένα τέτοιο τουρνουά, τώρα τα πράγματα είναι στα κόκκινα. Πέρα βεβαίως από το κομμάτι της ψυχολογίας, ο Θανάσης Σκουρτόπουλος και οι συνεργάτες του καλούνται να βρουν απαντήσεις μέσα σε 24 ώρες για αρκετές δυσεπίλυτες, τακτικής φύσεως, σπαζοκεφαλιές.

Η κυριότερη αφορά την transition άμυνά μας, αφού οι αμερικανοί έχουν την αθλητικότητα να διαλύσουν οποιαδήποτε ομάδα, αν βρουν περιθώρια δράσης στο ανοιχτό γήπεδο και στα πρώτα 6-8 δευτερόλεπτα της επίθεσής τους.

Με μια πρώτη ανάγνωση, η αμυντική μας επίδοση απέναντι στους Νεοζηλανδούς, τρομάζει.

Αν συνυπολογίσουμε ωστόσο όλες τις παραμέτρους, αυτοί οι 97 πόντοι που δεχτήκαμε σε 85 κατοχές από τους δύο Γουέμπστερ και την παρέα τους, αυτομάτως μετατρέπουν το «κάκιστη» σε «μετρίως μέτρια».

Η άμυνα στο μπάσκετ δεν κρίνεται μονάχα από τους πόντους, αλλά πάντα σε συνάρτηση με τον ρυθμό του εκάστοτε παιχνιδιού. Αν δεχτείς 75 πόντους σε 60 κατοχές (1,25 πόντοι ανά κατοχή) είσαι αισθητά χειρότερος σε σχέση με μία αναμέτρηση που ο αντίπαλος θα σκοράρει 97 σε 85 ευκαιρίες (1,14 πόντοι ανά κατοχή).

Ακόμα κι έτσι, αν μελετήσουμε τα επιμέρους δεδομένα βλέπουμε ότι η άμυνα μας στο transition ήταν κάτω από την βάση. Για να μην μπερδέψουμε κι άλλο τους αναγνώστες μας με αριθμούς και συντελεστές, θα αναφέρουμε το εξής:

Οι προπονητές λένε ότι όσο πιο ισορροπημένη και ορθολογική επίθεση έχεις, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αμυνθείς αποτελεσματικά στο transition.

Αν μάλιστα καταφέρεις να σκοράρεις, επί της ουσίας πρέπει να βγάλεις μόνος σου τα μάτια σου για να δεχτείς καλάθι στα πρώτα 6-8 δευτερόλεπτα, αφού ο χρόνος που χρειάζεται ο αντίπαλος και μόνο για να επαναφέρει τη μπάλα είναι επαρκής για οποιαδήποτε σοβαρή ομάδα προκειμένου να βρει ισορροπία στα μετόπισθεν.

Η Εθνική λοιπόν δέχτηκε καλάθι ή υποχρεώθηκε να σταματήσει τους αντιπάλους με φάουλ, σε κατάσταση μετάβασης από τη μία ρακέτα στην άλλη έπειτα από δικούς της πόντους, τουλάχιστον πέντε φορές!

Αν κάνουμε τα ίδια απέναντι στους (ανώτερους σε σχέση με τους χθεσινούς μας αντιπάλους τόσο σε αθλητική ικανότητα, όσο και σε ποιότητα) Αμερικανούς, το νούμερο αυτό μπορεί να διπλασιαστεί. Αν διαμορφωθούν τέτοιες συνθήκες, θα χρειαστούμε κάτι περισσότερο από ένα θαύμα για να κερδίσουμε το παιχνίδι.