Πάνε οκτώ χρόνια πια που έφυγε από κοντά μας μια από τις πλέον εμβληματικές φιγούρες του ελληνικού μπάσκετ: Ο Φαίδωνας Ματθαίου. Ο ‘’πατριάρχης΄΄ των Ελλήνων προπονητών και όχι μόνο. Μπορεί στις νεότερες γενιές ο Φαίδωνας Ματθαίου να έγινε γνωστός κυρίως για τα προπονητικά του επιτεύγματα και την επιδραστικότητα του σε δύο τουλάχιστον γενιές συναδέλφων του αλλά αν γυρίσουμε ακόμη πιο πίσω το ρολόι του χρόνου θα δούμε ότι η επίδραση του ήταν πολυεπίπεδη.
Κατ΄ αρχήν, ο Θεσσαλονικιός στην καταγωγή Ματθαίου στα νιάτα του που συνέπεσαν με τα δύσκολα χρόνια του Β΄ παγκοσμίου αλλά και τα πρώτα μεταπολεμικά ήταν πολυαθλητής. Ασχολήθηκε με τουλάχιστον επτά(!) διαφορετικά σπορ ξεπερνώντας ακόμη και το στερεότυπο της εποχής που δεν ήθελε τα παιδιά να αφοσιώνονται σε ένα άθλημα. Ήταν σαφώς πιο πετυχημένος στο μπάσκετ και την κωπηλασία και μάλιστα για ένα φεγγάρι διατέλεσε και διεθνής, ταυτόχρονα με τις εθνικές ομάδες και των δύο σπορ. Το 1949, ήταν ο ηγέτης της εθνικής ομάδας μπάσκετ στην λιγότερη γνωστή και πλέον παραγνωρισμένη επιτυχία της ιστορίας. Το πρώτο και για πολλά χρόνια μοναδικό μετάλλιο που είχε κατακτήσει το ελληνικό μπάσκετ. Δηλαδή, την Τρίτη θέση στο Ευρωμπάσκετ του 1949 που είχε γίνει όχι σε κάποια Ευρωπαϊκή χώρα αλλά στο…Κάιρο! Το ελληνικό μπάσκετ για να πανηγυρίσει μια μεγάλη στιγμή σε εθνικό επίπεδο έπρεπε να περιμένει το 1987, ενώ σε συλλογικό το 1968 και τη νίκη της ΑΕΚ στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων.
Ο Ματθαίου σε μια εποχή που οι μετακινήσεις παικτών ήταν από σπάνιες εως δύσκολες στην καλύτερη περίπτωση κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και από τον Άρη που αγωνιζόταν για χρόνια έγινε μέλος του Παναθηναϊκού. Θεωρείται ο άνθρωπος που άλλαξε ουσιαστικά την τύχη του τμήματος μπάσκετ του Παναθηναϊκού που δεν είχε μεγάλες επιτυχίες ή σημαντική δράση μέχρι τότε. Από το 1950 μέχρι το 1954 βοήθησε τον Παναθηναϊκό να κατακτήσει τρεις τίτλους σε τελικούς πανελληνίων πρωταθλημάτων (δεν είχε θεσπιστεί ακόμη η Α΄ εθνική) αλλά ο αψύς χαρακτήρας και η ευθύτητα που τον διέκρινε τον έφερε σε ρήξη με τους συμπαίκτες του. Αποχώρησε και έπαιξε στον Πανιώνιο και τον Σπόρτιγκ ενώ προς το τέλος της καριέρας του έγινε ένας από τους πρώτους Έλληνες μπασκετμπολίστες που αγωνίστηκαν στο εξωτερικό. Μετακόμισε στην Ιταλία και έπαιξε στην ιστορική Βαρέζε και μάλιστα ως ξένος παίκτης αφού η εποχή της μετακίνησης των κοινοτικών απείχε ακόμη πολλές δεκαετίες. Το 1955 σε ηλικία 31 ετών που θεωρητικά ήταν απαγορευτική για τους παίκτες της εποχής επέστρεψε στον τόπο που μεγάλωσε και έπαιξε για λογαριασμό του Άρη.
Αμέσως μετά ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα και βρέθηκε στους πάγκους πολλών ομάδων. Μια περίπου δεκαετία αργότερα ήταν ο άνθρωπος που αναγέννησε σχεδόν από τις στάχτες του το τμήμα μπάσκετ του Ολυμπιακού. Παρέλαβε την ομάδα στο τοπικό πρωτάθλημα και την οδήγησε ξανά στην Α΄εθνική. Συνολικά έκανε τρεις διαφορετικές θητείες στον πάγκο του Ολυμπιακού μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και ήταν αυτός που ανακάλυψε, βρήκε και έφερε στην Ελλάδα τη ‘’χρυσή’’ τετράδα των Ελληνοαμερικάνων που οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση τίτλων (Γιατζόγλου, Καστρινάκης, Διάκουλας, Μελίνι). Στη διαδρομή πέρασε από τον πάγκο αρκετών ακόμη ομάδων όπως ο Πανιώνιος ή η ΑΕΚ, δούλεψε στην εθνική Ελλάδος και για πάνω από δύο δεκαετίες ήταν ο προπονητής της εθνικής ενόπλων με την οποία κατάφερε να κατακτήσει την πρώτη θέση και σε παγκόσμιο πρωτάθλημα των χωρών μελών του ΣΙΣΜ. Για πολλά χρόνια διατέλεσε πρόεδρος του συνδέσμου Ελλήνων προπονητών δίνοντας μεγάλες μάχες για να κατοχυρωθεί και να περιχαρακωθεί το επάγγελμα. Ως προπονητής διακρινόταν για την έφεσή του στη σκληρή προπόνηση και την πειθαρχία. Ήταν λάτρης της δουλειάς, της βελτίωσης των αθλητών και δεν τον ενδιέφεραν οι τίτλοι! Αποτέλεσε το ετερώνυμο του άλλου μεγάλου προπονητή της εποχής του Κώστα Μουρούζη που θεωρείτο ιδανικός για κοουτσάρισμα χάρη στις εμπνεύσεις που είχε στη διάρκεια του παιχνιδιού. Για πολλά χρόνια ήταν οι δύο καλύτεροι Έλληνες προπονητές και μάλιστα είχε καλλιεργηθεί λόγω του διαφορετικού στιλ τους ο μύθος ότι ήταν ορκισμένοι αντίπαλοι κάτι που δεν είχε καμία βάση και απείχε από την πραγματικότητα. Ήταν από τους πρώτους Έλληνες προπονητές που ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να επιμορφωθεί κοντά σε σπουδαίους προπονητές και ομάδες και έφερε στην Ελλάδα διάφορα συστήματα άγνωστα για την εποχή όπως το θρυλικό figure-8 που χρησιμοποιούσαν συστηματικά οι ομάδες του. Κλώνος του στο σκέλος της προπόνησης, της σκληρής δουλειάς και της αυστηρής πειθαρχίας θεωρείται ο Γιάννης Ιωαννίδης που όπως έχει πει επηρεάστηκε σημαντικά από τα στοιχεία αυτά που διέκριναν την προπονητική φιλοσοφία του Φαίδωνα Ματθαίου. Ευθύς, πάντοτε ειλικρινής ο Φαίδωνας προκαλούσε δέος με το ύψος και το ύφος του αλλά ήταν έξω καρδιά άνθρωπος. Οι παλαιότεροι τον θυμόμαστε πάντοτε να είναι έτοιμος να πει ένα από τα κλασικά ανέκδοτα που είχε στο ρεπερτόριο του και να σκορπίσει γέλιο στη μπασκετική ομήγυρη.