Είναι χρήσιμο να γραφτούν και να ειπωθούν ορισμένα πράγματα τώρα πριν από το ξεκίνημα των υποχρεώσεων της εθνικής μας ομάδας μπάσκετ στο προολυμπιακό τουρνουά του Τορίνο και ενδεχόμενα –αν όλα πάνε κατ΄ ευχή- στους Ολυμπιακούς του Ρίο. Αφορμή λοιπόν αποτελούν οι δηλώσεις που έκανε σήμερα σε αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό ο ομοσπονδιακός προπονητής Φώτης Κατσικάρης.
Πρώτα απ΄ όλα να ξεκαθαρίσουμε ότι η αποστολή της ελληνικής ομάδας είναι εξ ορισμού δύσκολη στο κομμάτι της πρόκρισης. Θα χρειαστεί ενδεχόμενα να τη διεκδικήσει απέναντι στους γηπεδούχους Ιταλούς μια ομάδα άναρχη μεν, φορτωμένη όμως από ταλέντο, με πολλούς ΝΒΑer στις τάξεις της και ένα προπονητή (Μεσίνα) που μπορεί να τους βάλει σε καλούπι και λογαριασμό.
Εφόσον τα καταφέρει θα πάει στο Ρίο ελπίζοντας σε μια καλή παρουσία και ενδεχόμενα σε μια διάκριση σε ένα τουρνουά με μικρό αριθμό συμμετοχών που θεωρείται και είναι απείρως δυσκολότερο ενός πανευρωπαϊκού ή ακόμη και ενός παγκοσμίου πρωταθλήματος.
Υπό αυτή την έννοια όλοι ξέρουμε ότι το καλοκαίρι της εθνικής ομάδας είναι πολύ δύσκολο χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε και τις φετινές ιδιαιτερότητες. Η αποχώρηση δύο παικτών που αποτέλεσαν για χρόνια τους ηγέτες της (Σπανούλης, Ζήσης), η αδυναμία του Πρίντεζη που προέρχεται από μια εξαιρετική χρονιά να βοηθήσει και μια ενδεχόμενη απουσία του επίσης τραυματία Σλούκα που προσπαθεί να ξεπεράσει το πρόβλημα του δημιουργούν διάφορα ζητήματα αγωνιστικής ισορροπίας.
Από την άλλη η εθνική ομάδα ποτέ δεν είχε την πολυτέλεια να βλέπει στο ρόστερ της ένα μελλοντικό all star του ΝΒΑ (Αντετοκούνμπο), άσχετα αν τα δύο προηγούμενα χρόνια δεν μπόρεσε να του βρει ρόλο που θα σκέπαζε την αδυναμία του στο σουτ που μετράει πολύ εκτός ΝΒΑ και δεν τον αξιοποίησε όσο ενδεχόμενα μπορούσε αυτό να γίνει. Όμως για όλα αυτά υπάρχει λόγος και αντίλογος.
Στην βάση των δηλώσεων του Φώτη Κατσικάρη το 90% των ανθρώπων που ασχολούνται με το μπάσκετ και το 100% αυτών που αγαπάνε την εθνική ομάδα και τη βλέπουν ως μια συνολική έκφραση του ελληνικού μπάσκετ δεν μπορεί να διαφωνήσει. Δεν θα σταθούμε στους λόγους της αποτυχίας της εθνικής ομάδας στις δύο προηγούμενες διοργανώσεις. Και για αυτές τις δύο οδυνηρές ήττες στα νοκ άουτ παιχνίδια με την Σερβία και την Ισπανία ο ομοσπονδιακός προπονητής τοποθετήθηκε, είπε τη δική του (σεβαστή) άποψη αλλά ενδεχόμενα υπάρχουν και μερικές ακόμη απόψεις εντελώς διαφορετικές. Δεν είναι όμως της στιγμής να μιλήσουμε για το παρελθόν αφού στην πραγματικότητα ότι έπρεπε να ειπωθεί ειπώθηκε, ότι έπρεπε να γραφτεί γράφτηκε στην ώρα του.
Θα ήθελα να σταθώ μόνο σε μια αποστροφή των λόγων του Κατσικάρη. Είπε λοιπόν μεταξύ άλλων και ότι ‘’αν γίνει ψύχωση το μετάλλιο θα αργήσει πολύ να έλθει’’! Ο Κατσικάρης πέρα από καλός προπονητής έχει εξαιρετικά επικοινωνιακά χαρίσματα και το πλεονέκτημα ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα της καριέρας του έζησε στο εξωτερικό. Ενδεχόμενα, αυτό το γεγονός τον έκανε να βλέπει αποστασιοποιημένα πολλά πράγματα που εμείς οι υπόλοιποι τα βλέπουμε μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της πραγματικότητας του ελληνικού μπάσκετ. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν απευθύνεται στους φιλάθλους της Βαλένθια, της Μπιλμπάο ή της Μούρθια ομάδων που δούλεψε στην Ισπανία και είχαν όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό: Κανείς δεν περίμενε να πάρουν το πρωτάθλημα. Συνεπώς, η δουλειά του σε ομάδες χαμηλού προφίλ εκτιμήθηκε και με το παραπάνω. Στην προκειμένη περίπτωση απευθύνεται σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό κοινό, το ελληνικό που καλώς ή κακώς εδώ και τριάντα χρόνια έχει συνδέσει στο μυαλό του τη συγκεκριμένη ομάδα με διακρίσεις και επιτυχίες.
Παρόλα αυτά οι άνθρωποι που ζουν μέσα στο μπάσκετ παραμένουν υπομονετικοί και μόνο οι καλοκαιρινοί περιστασιακοί ‘’φίλοι’’ της εθνικής εγείρουν απαιτήσεις εκτός πραγματικότητας. Με τη συγκεκριμένη δήλωση ο Κατσικάρης μοιάζει να ανοίγει ένα διάλογο με άγνωστους αποδέκτες. Οι μοναδικοί που κάθε καλοκαίρι δημιουργούν προσδοκίες στον κόσμο του μπάσκετ με δηλώσεις τους είναι αξιωματούχοι της ομοσπονδίας, ενίοτε κάποιοι που θεωρούν την εθνική ομάδα προσωπικό τους στοίχημα, πανηγυρίζουν στις φωτογραφίες και ‘’δραπετεύουν’’ στις ήττες. Αλλά αυτοί δεν αποτελούν ούτε τον μέσο έλληνα φίλαθλο, ούτε καν τον μέσο μπασκετόφιλο. Οι υπόλοιποι είμαστε σε θέση να ξέρουμε τις δυσκολίες των εκάστοτε εθνικών αποστολών και οι παλαιότεροι ζήσαμε πολλά χρόνια χωρίς την ψύχωση ενός μεταλλίου ακόμη και με ομάδες με πολύ μεγαλύτερες προσωπικότητες ή πρωταγωνιστές στις τάξεις τους από τη σημερινή. Για την ακρίβεια το ελληνικό μπάσκετ επιβίωσε από το 1989 μέχρι το 2005, 16 ολόκληρα χρόνια χωρίς μετάλλιο, καταπίνοντας την πίκρα πολλών χαμένων ημιτελικών αλλά και τεράστιων αποτυχιών όπως αυτές του 1999 και του 2001.
Ατυχώς όμως δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι η εθνική ομάδα μετά την Τρίτη θέση του 2009 βίωσε μια σειρά τρανταχτών αποτυχιών, αποκλεισμών, απογοητεύσεων και μπήκε στο 6ο καλοκαίρι όπου κάνει βήματα προς τα πίσω και όχι βήματα προόδου.
Υπό αυτή την έννοια η δήλωση του ομοσπονδιακού προπονητή είναι ατυχής. Να το θέσουμε με ένα παράδειγμα που έχει να κάνει με την καθημερινότητά του. Αν αύριο το πρωί αναλάμβανε την τεχνική ηγεσία της Μπαρτσελόνα ή της Ρεάλ θα δήλωνε ποτέ στην El mundo deportivo ή την Marca κάτι ανάλογο; Ότι οι τίτλοι σε Ισπανία και Ευρώπη θα αργήσουν να έρθουν αν γίνουν ψύχωση για τη Μπαρτσελόνα ή τη Ρεάλ; Προφανώς, επειδή είναι εκτός από καλός προπονητής και εξαιρετικά ευφυής άνθρωπος δεν θα μπορούσε καν να το διανοηθεί. Στην Ελλάδα η εθνική ομάδα έχει μια τεράστια πίστωση και ανοχή ανεξάρτητα από την κάθε λογής κριτική που συνοδεύει τις αποτυχίες της από το 2009 και εντεύθεν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει παραμονές μιας νέας δύσκολης προσπάθειας να δημιουργούνται εκ προοιμίου άλλοθι. Εντός και εκτός ομάδας.
Και σε τελική ανάλυση για να δανειστούμε και τους πολύ δημοφιλείς στίχους από τα Διάφανα Κρίνα. Προτιμούμε να ζούμε με την ψύχωση ενός μεταλλίου από το να γίνει η απώλεια συνήθεια μας.