Στην Ελλάδα που θέλει να ανήκει κάπου, που (σχεδόν) όλοι βρίσκουμε ένα στρατόπεδο για να υπερασπιστούμε, που (σχεδόν) όλοι ταυτίζονται με προσωπικά συμφέροντα παραγόντων, πολιτικών ή οποιουδήποτε άλλου πολώνει, δεν θα αποτελούσε εξαίρεση το Euro. Ακόμη και χωρίς την παρουσία της Ελλάδας.
Ό,τι θυμίζει Ελλάδα όμως, είναι αρκετό για να διχάσει. Ο Σάντος είναι το απόλυτο παράδειγμα. Πώς παίζει, που δεν νικάει αλλά είναι στους ημιτελικούς και όλα τα σχετικά.
Πριν από μερικά χρόνια, τον Σεπτέμβριο του ’08 ο ΠΑΟΚ υποδέχτηκε την ΑΕΚ για τη δεύτερη αγωνιστική. Το ντέρμπι έληξε ισόπαλο 1-1 και στην πόλη επικρατούσε πανικός. Στα ραδιόφωνα ο κόσμος ασκούσε κριτική στον Πορτογάλο τεχνικό της ομάδας, επειδή έπαιξε με έναν επιθετικό (Μουσλίμοβιτς), απέναντι σε μία ΑΕΚ με προπονητή τον Δώνη και πολλούς νέους παίκτες. Αν κάποιος προσγειωνόταν εκείνη την ημέρα στη Θεσσαλονίκη και άκουγε ραδιόφωνο, σίγουρα θα πίστευε ότι εκεί είναι η έδρα της ομάδας που πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη κάθε χρόνο. Που απαγορεύεται να αναδειχτεί ισόπαλη, πολύ περισσότερο δε να χάσει. Θα ένοιωθε ότι κάτι πάρα πολύ σοβαρό είχε συμβεί με τον κόσμο να έχει τόση οργή, τέτοια επιθετικότητα.
Περίπου δύο ώρες μετά τη λήξη του αγώνα, έξω από το γήπεδο συνάντησα τον Φερνάντο. Με τη γνωστή εικόνα του να καπνίζει ένα τσιγάρο με τρεις ρουφηξιές, δείγμα του άγχους και της πίεσης που είχε. Είχαν ήδη προλάβει να του μεταφέρουν το κλίμα, την ώρα που και ο ίδιος, στη συνέντευξη τύπου, είχε δεχτεί πολλές ερωτήσεις για την επιλογή του στη διάταξη. Τα λόγια του, από εκείνη την ημέρα πάντα με συντροφεύουν: “Ζω με τους παίκτες μου κάθε μέρα. Ξέρω τι γίνεται μέσα στο γήπεδο, στο σπίτι τους. Αν είναι καλά ή όχι. Αν τους απασχολεί κάτι. Ποιες είναι οι αληθινές δυνατότητές τους και πόσο πάνω ή κάτω παίζουν απ’ αυτές. Υπάρχει έστω και ένας που να γνωρίζει την ομάδα καλύτερα από εμένα; Κι όμως… Αυτό που γίνεται στη πόλη είναι τρελό. Νομίζουν ότι ο ΠΑΟΚ έχει τους παίκτες που απαρτίζουν τη μικτή πλανήτη. Την Μπαρτσελόνα. Πάμε όλοι επίθεση”…
Έτσι είναι ο φίλαθλος όμως. Έχει άποψη για τα πάντα, άποψη που υποστηρίζει και θέλει να επιβάλει στους άλλους. Η δική του οπτική είναι διαφορετική από ενός προπονητή ή ενός ποδοσφαιριστή. Επιζητά το καλό θέαμα, δε βλέπει σκοπιμότητες στο άθλημα, θέλει ό,τι πιο εντυπωσιακό. Ο οπαδός έχει επίσης διαφορετική οπτική από τον προπονητή και τον ποδοσφαιριστή. Πιστεύει ότι η ομάδα του είναι η μεγαλύτερη του πλανήτη. Έστω και αν παίζει στην “Ελλαδίτσα”. Ο φίλαθλος βέβαια, όπως και ο οπαδός ξεχνάει γρήγορα (όπως και ο Έλληνας άλλωστε), καθώς μία νίκη ή πολύ περισσότερο ένα τρόπαιο, μπορεί να αλλάξει την ψυχολογία, τη γνώμη, τα πάντα. Εκείνη τη σεζόν ο ΠΑΟΚ μετά από πολλά χρόνια ήταν ανταγωνιστικός. Ήταν η πρώτη από τις δύο χρονιές που κυμάνθηκε σε υψηλές πτήσεις.
Τελικά, έτσι είναι το ποδόσφαιρο… παθιάζει.