Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει στο προσωπικό του blog για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου από τις ΗΠΑ στο ολυμπιακό τουρνουά μπάσκετ του Ρίο Ντε Τζανέιρο.

Υπάρχουν μια μόνο κατάληξη όταν ο Φελπς πέφτει στα νερά της πισίνας, ο Μπολτ φεύγει από τον βατήρα των 100 μέτρων και οι Αμερικάνοι πατάνε το παρκέ ενός Ολυμπιακού γηπέδου μπάσκετ. Και η κατάληξη είναι το ψηλότερο σημείο του βάθρου. Συνεπώς, το τουρνουά μπάσκετ των Ολυμπιακών αγώνων του Ρίο δεν μας έκανε σοφότερους, ούτε όσον αφορά στην κορυφαία θέση του βάθρου έκρυβε κάποια έκπληξη. Η τυπική κυριαρχία της Team USA ήρθε σαν επιστέγασμα ενός μάλλον μέτριου τουρνουά τόσο σε συγκινήσεις, όσο και σε ποιότητα.

Η αρμάδα του Μάικ Σιζέφσκι έφτασε στο Ρίο φορτωμένη με τις προσδοκίες όχι μόνο της κατάκτησης ενός χρυσού μεταλλίου αλλά κυρίως με το βάρος που κουβαλάει κάθε Αμερικάνικη εθνική ομάδα που παίζει έξω από τα σύνορα μετά τους Ολυμπιακούς του 1992. Τη σύγκριση με την αυθεντική dream team της Βαρκελώνης. Η γενιά των Αμερικάνων σταρ με επικεφαλής τον ‘’βετεράνο’’ Καρμέλο Άντονι υπηρέτησε σε όλα τα επίπεδα και με συνέπεια την αποστολή της. Στην αρχή συγκρίθηκε με την ομάδα του 1992, στην πορεία προσγειώθηκε στην πραγματικότητα και στο τέλος έφυγε ευχαριστημένη από το Ρίο έχοντας κατακτήσει ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο που επιβεβαίωσε τη μπασκετική Pax Americana. Την ίδια πάνω κάτω σειρά ακολούθησαν όλες σχεδόν οι ομάδες μετά από αυτή του 1992 και την είσοδο των επαγγελματιών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Με μοναδική εξαίρεση τη θλιβερή ομάδα του 2004, ένα μπασκετικό ‘’τσίρκο’’ με επικεφαλής τον Άλαν Αϊβερσον που μπορεί εύκολα να ανταγωνιστεί μαζί με την ομάδα του 1988 για τον τίτλο της χειρότερης εθνικής που παρουσίασαν σε Ολυμπιακούς Αγώνες οι Αμερικάνοι.

Αναλύσεις ενδεχόμενα μπορούν να γίνουν πολλές και εξηγήσεις για τα αποτελέσματα των Αμερικάνων μπορούν να δοθούν άλλες τόσες. Νομίζω ότι τα πράγματα είναι πολύ απλά. Οι Αμερικάνοι παραμένουν κυρίαρχοι του παιχνιδιού βασικά γιατί διαθέτουν τους καλύτερους παίκτες του πλανήτη. Έστω και αν αυτοί οι παίκτες συναντούν ιδιαίτερες δυσκολίες στο να συγκροτήσουν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μια ομοιογενή ομάδα που θα τους επιτρέψει να φτάσουν στα επίπεδα απόδοσης των θρύλων του 1992. Και για εκείνη την ομάδα υπήρχαν προφανώς οι ίδιοι περιορισμοί με μερικές όμως ουσιαστικές διαφορές. Από τη σημερινή ομάδα των ΗΠΑ είναι αμφίβολο αν περισσότεροι από 4-5 παίκτες στο τέλος της καριέρας τους θα μνημονεύονται μέσα στους καλύτερους όλων των εποχών. Από την ομάδα της Βαρκελώνης ήδη έχουν βρει θέση στα βιβλία της ιστορίας 11 μέλη της δωδεκάδας. Η απόφαση πολλών σταρ του ΝΒΑ να μην πάνε στους φετινούς Ολυμπιακούς Αγώνες είχε επίδραση στην ποιότητα της ομάδας. Παράλληλα, το 1992 ελάχιστοι από τους αντιπάλους της Dream Team ήξεραν τι ακριβώς αντιπροσωπεύει το ΝΒΑ και έβλεπαν με δέος τους αντιπάλους τους. Σήμερα, οι αντίπαλοι της Team USA απαρτίζονται σε μεγάλο ποσοστό από παίκτες που έχουν μικρή ή μεγάλη εμπειρία από το ΝΒΑ και πλέον οι Αμερικάνοι είναι και ελαφρά απομυθοποιημένοι!

Παρόλα αυτά συνεχίζουν να κερδίζουν και να γράφουν ιστορία. Ο Άντονι μπορεί να μην έχει στο κοντινό μέλλον την πιθανότητα να πάρει τίτλο στο ΝΒΑ αλλά έχει στο σπίτι του τρία χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, έστω και αν η παρουσία του στους αγώνες ξεκίνησε απογοητευτικά στην Αθήνα το 2004. Ο Captain America ανακάλυψε την επιτυχία μακριά από τη Νέα Υόρκη σε τρεις διαφορετικές πόλεις του πλανήτη. Ο Μάικ Σιζέφσκι έκλεισε την καριέρα του στον πάγκο της εθνικής ομάδας χωρίς ποτέ να νιώσει σε Ολυμπιακούς αγώνες ότι ένιωσε εκείνο το αξέχαστο βράδυ του 2006 στην Ιαπωνία. Τη γεύση της ήττας. Τώρα παραδίδει τη σκυτάλη στον Γκρεγκ Πόποβιτς που έχει την ευθύνη να ετοιμάσει την ομάδα του 2020 που θα πάει στο Τόκιο. Ο Σιζέφσκι, πολυνίκης κόουτς στην ιστορία του κολεγιακού πρωταθλήματος χρειάστηκε να προσαρμόσει ένα μεγάλο μέρος της φιλοσοφίας του στις ανάγκες των διεθνών διοργανώσεων και σε πολλές περιπτώσεις να αφήσει πίσω στο γραφείο του στο Ντιουκ τις απόψεις του για το άθλημα. Με τον Πόποβιτς που είναι πια μια μυθική προπονητική φιγούρα του ΝΒΑ τα πράγματα θα γίνουν πολύ πιο ενδιαφέροντα. Και μια απορία που θα απαντηθεί μόνο μετά από τέσσερα καλοκαίρια είναι αν ο ίδιος θα αλλάξει τη φιλοσοφία του αφού πια θα έχει να δουλέψει με μια ομάδα ετερόκλητων παικτών ή οι δώδεκα εκλεκτοί του θα καταφέρουν να παίξουν μπάσκετ στιλ-Σπερς δουλεύοντας στην ουσία μαζί του λιγότερο από ένα μήνα. Ερώτημα που πάντως απευθύνεται σε μπασκετικούς αναλυτές και δίνει τροφή για σκέψη σε προπονητές, παίκτες και δημοσιογράφους αφού για τον μέσο μπασκετόφιλο τα πράγματα είναι απλά. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο οι Αμερικάνοι θα είναι πάλι έτοιμοι για το χρυσό και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά για μια ομάδα που από το 1936 μέχρι τις μέρες μας έχει ρεκόρ 138-5 στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ακόμη και ένα μπασκετικό nerd είναι δύσκολο να απαριθμήσει τις 138 νίκες. Αλλά κανείς που ασχολείται με το σπορ δεν θυμάται τις περισσότερες από τις πέντε βραδιές που έμειναν στην ιστορία γιατί πολύ απλά έγινε το….αδιανόητο: Οι Αμερικάνοι έχασαν ένα παιχνίδι μπάσκετ σε Ολυμπιακούς Αγώνες.