Ο Δημήτρης Καρύδας αναλύει στο προσωπικό του blog την προσπάθεια του Ολυμπιακού στο Φάιναλ Φορ της Κωνσταντινούπολης και πως οι "ερυθρόλευκοι" είχαν τη θέληση, αλλά όχι και τις απαραίτητες αντοχές για να φτάσουν στην κατάκτηση του τροπαίου.
Μερικές φορές ακόμη και η σύνθετη διαδικασία ενός φάιναλ φορ μπορεί να αναλυθεί εύκολα και απλά. Ίσως γιατί από τη φύση του το ίδιο το μπάσκετ είναι δίκαιο άθλημα και χωρίς… ισοπαλία έχει μάθει να επιβραβεύει τον καλύτερο. Και ο καλύτερος αυτή τη φορά ήταν και ο πρωταθλητής Ευρώπης.
Ο Ολυμπιακός στον τελικό της Κυριακής μπήκε με πλάνο, με θέληση και ψηλό φρόνημα μετά τη νίκη επί της ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Μόνο που αυτή τη φορά όλα τα δεδομένα ήταν σε βάρος του και δεν είχε μεγαλύτερα περιθώρια απ΄ αυτά που εξάντλησε, παίζοντας για 25-28 λεπτά στα ίσα τη Φενέρ. Οι ερυθρόλευκοι δεν είχαν πλεονεκτήματα με το μέρος τους και ο χρόνος του αγώνα που κυλούσε έδειχνε ότι μια ομάδα εφτάψυχη είχε χάσει και τις επτά –φετινές- ζωές της νωρίτερα. Την τελευταία την ξόδεψε μάλλον στον ημιτελικό.

Το πλάνο του Σφαιρόπουλου έλεγε μόνο μια λέξη: Άμυνα. Και ειδικά άμυνα πάνω στο τρίποντο που είναι το μεγάλο επιθετικό ατού της Φενέρ και την κουβάλησε όλη τη χρονιά. Τα νούμερα δεν λένε ψέματα. Όλη την αγωνιστική περίοδο η Φενέρ είχε +80 πόντους με 46-47% στο τρίποντο στις νίκες της και -70 πόντους με κάτω από 40% στο περιφερειακό σουτ στις ήττες. Το επιθετικό πλάνο του Ομπράντοβιτς ήταν συγκεκριμένο και καλά δουλεμένο. Γρήγορη κυκλοφορία της μπάλας με πολλές πάσες, πρώτα plays στο low past όπου υποχρεωτικά ακουμπάει η μπάλα μια φορά σε κάθε επίθεση και από κει και πέρα αναζητείται το ελεύθερο τρίποντο. Αν αυτό είναι ένα spot σουτ τότε ακόμη καλύτερα. 
Ο Ολυμπιακός, όπως και η Ρεάλ στον ημιτελικό, όπως και ο Παναθηναϊκός στη γρήγορη σειρά των πλέι οφ δεν σταμάτησε ποτέ το περιφερειακό σουτ των Τούρκων. Ο Σφαιρόπουλος ήξερε ότι η ομάδα του δεν ξεκινούσε από θέση ισχύος και έπρεπε κάτι να δώσει στον αντίπαλο. Διάλεξε το σουτ του Κάλινιτς του πλέον αδύνατου σουτέρ της Φενέρ που στη διάρκεια της σεζόν είχε 25% στα τρίποντα. Ο Κάλινιτς έβαλε όλα τα αρχικά σουτ που του έδωσε η άμυνα του Ολυμπιακού και αποτέλεσε τον οιωνό (κακό για τον Ολυμπιακό) όσων θα ακολουθούσαν. Σε μια βραδιά, δεύτερη στη σειρά που τα δίποντα δεν έμπαιναν, ο Ολυμπιακός δεν είχε την πολυτέλεια για να κάνει δεύτερο παιχνίδι-ρεκόρ στα τρίποντα. Έβαλε 14 στον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ και δεν πλήρωσε το 31,8% στα δίποντα. Αλλά στον τελικό με Σπανούλη, Παπανικολάου, Πρίντεζη να έχουν κάποια στιγμή 0/10 δίποντα ήταν καταδικασμένος. Όταν ο Σφαιρόπουλος μετέφερε τη μπάλα μέσα στο καλάθι πήρε πόντους από τον Μπιρτς και τον Μιλουτίνοφ, αλλά δεν έφταναν για να ανοίξει την Τουρκική άμυνα.
Υπάρχουν πολλές και ποικίλες δικαιολογίες, άλλες ισχυρές, άλλες αδύναμες. Κατ΄ αρχήν η “καραμέλα” του μπάτζετ των ομάδων είναι καλή για λαϊκή κατανάλωση. Ο Ολυμπιακός κέρδισε στον ημιτελικό την ΤΣΣΚΑ των 40-45 εκατομμυρίων και έχασε στον τελικό από τη Φενέρ των 30-35. Δεν είναι ήρωας στη μια περίπτωση και αδικημένος στην άλλη. Αυτή είναι η πραγματικότητα του Ευρωπαϊκού μπάσκετ. Αν έπαιζαν τα μπάτζετ μπάσκετ θα κάναμε απονομή στην αρχή της χρονιάς και θα ξεμπερδεύαμε. 
Ο Ολυμπιακός ξέρει ότι πλέον (και για πολλά χρόνια ακόμη) θα παίζει με χαμηλά μπάτζετ και είναι υποχρεωμένος αν θέλει να βρίσκεται στο φάιναλ φορ να τρυπάει το ταβάνι του και να ξεπερνάει τις δυνατότητές του. Δεν είναι ηρωϊσμός, είναι ρεαλισμός. Κάποιες φορές θα κερδίζει, και όταν αυτές είναι περισσότερες από εκείνες που χάνει, η σούμα θα βγαίνει θετική και η σεζόν (όπως φέτος) θα είναι πετυχημένη. Σαφώς και δεν κάθεται καλά το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός έχασε δύο φάιναλ φορ στη χώρα του αντιπάλου και μετέπειτα πρωταθλητή Ευρώπης. Το ίδιο έγινε το 2015, το ίδιο έγινε και φέτος. 
Αυτό όμως είναι το σύστημα. Το φάιναλ φορ θα στριφογυρίζει σε χώρες που έχουν ενδιαφέρον για το μπάσκετ, με ομάδες στην Ευρωλίγκα, και η περίπτωση του Λονδίνου μπορεί να ήταν ευνοϊκή για τον Ολυμπιακό, αλλά οργανωτικά και εισπρακτικά ήταν ένα από τα χειρότερα. Και η Ευρωλίγκα είναι οργανισμός που βασίζει την ύπαρξη της στο κέρδος. Με τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες η Αθήνα δεν έχει τη δυνατότητα να φιλοξενήσει ένα φάιναλ φορ, οπότε τέτοιες συνθήκες θα είναι άλλη μια ρεαλιστική πραγματικότητα. 
Παρότι δεν “αγοράζω” ούτε τις δικαιολογίες της έδρας, ούτε τις συγκρίσεις των μπάτζετ. Θεωρώ ότι το αληθινό παράσημο του Ολυμπιακού είναι άλλο. Με ένα παθητικό που σε ετήσια βάση φτάνει τα 6-8 εκατομμύρια ευρώ, σε ένα εχθρικό περιβάλλον υψηλής φορολόγησης και στην καρδιά των μνημονιακών χρόνων έχει καταφέρει να κρατήσει ψηλά την ποιότητα του, να παραμείνει πρωταγωνιστής και για αυτό ακριβώς δεν υπάρχει κανένας λόγος να παραπονιούνται οι αδελφοί Αγγελόπουλοι. Το αντίθετο. Πρέπει να είναι χαρούμενοι γιατί έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν τον σεβασμό της μπασκετικής Ευρώπης επιβιώνοντας των εσωτερικών αρνητικών συγκυριών που σε πολλές περιπτώσεις είναι μεγαλύτερος αντίπαλος από τις Φενέρ και τις ΤΣΣΚΑ.
Οι Τούρκοι είχαν για πρώτη φορά όλα τα ατού στα χέρια τους. Μετά από τρία χρόνια και μια συνολική επένδυση που μπορεί να έχει ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια ευρώ έφτασαν εκεί που ήθελαν. Δεν μπορεί να τους κατηγορήσει κάποιος γιατί στη χώρα τους υπάρχει χαμηλή φορολόγηση. Για χρόνια το ίδιο γινόταν και στην Ελλάδα. Δεν μπορεί να τους κατηγορήσει κάποιος γιατί είχαν την δυνατότητα να διοργανώσουν το φάιναλ φορ. Αν μπορούσαμε θα κάναμε το ίδιο. Δεν μπορεί να τους κατηγορήσει κάποιος γιατί είχαν τα λεφτά και τα 3 εκατομμύρια ευρώ να πληρώσουν την τεχνογνωσία του Ομπράντοβιτς. 
Σπίτι του Σέρβου για 13 χρόνια ήταν η Αθήνα. Δεν μπορεί κάποιος να τους κατηγορήσει γιατί είχαν τα 3 εκατομμύρια ευρώ που ήθελε ο Εκπε Γιούντο. Τον πλήρωσαν, τον πήραν στην Πόλη και απέδειξαν ότι οι ομάδες του ΝΒΑ, μετά την επιλογή του στο νούμερο 6 του ντραφτ, δεν αξιολόγησαν σωστά τις δυνατότητές του. Ο σύγχρονος επαγγελματικός αθλητισμός είναι η επιτομή του καπιταλισμού. Αφήνει μικρές χαραμάδες για περιπτώσεις ομάδων όπως ο Ολυμπιακός, αλλά μέχρι εκεί.
Η Φενέρ επένδυσε δύο χρόνια προς τη σωστή κατεύθυνση. Με την παρουσία του Μαουρίτσιο Τζεραρντίνι στο ρόλο του τζένεραλ μάνατζερ έγινε δυνατή και σε εξωγηπεδικά ζητήματα. Σπάνια την αδίκησε φέτος η διαιτησία, πολλές φορές την ευνόησε. Με την παρουσία του Ζέλικο Ομπράντοβιτς στον πάγκο, πήρε τον προπονητή που έχει την απόλυτη τεχνογνωσία, ξέρει να ρισκάρει, πιστεύει στο σύστημα του, δουλεύει ως τελειομανής ακόμη και τώρα που έχει εννιά ευρωλίγκες στην προσωπική τροπαιοθήκη του. 
Και κυρίως οι Τούρκοι έδειξαν μια ασυνήθιστη και πρωτόγνωρη υπομονή περιμένοντας να “ωριμάσει” το σύστημα και η φιλοσοφία του Ομπράντοβιτς, να πιάσει τόπο το “my way” του Σέρβου και στην Πόλη. Και δεν το γράφουμε επειδή πήραν το τρόπαιο. Ήδη εδώ και μερικές εβδομάδες είχαν αναγγείλει την επέκταση της συνεργασίας τους για τρία ακόμη χρόνια, χωρίς να ξέρουν ότι θα φτάσουν στην κορυφή της Ευρώπης. Παραμονές των ημιτελικών ή του τελικού έκανα σε πολλούς παίκτες, αλλά και στον ίδιο τον Ζοτς την ίδια ερώτηση: “Η ομάδα σας δείχνει πνευματικά έτοιμη για να κερδίσει:”.

Για όσους διαβάζουν σωστά τις καταστάσεις ήταν σχεδόν φανερό.
Στη σειρά με τον Παναθηναϊκό η Φενέρ μπήκε απόλυτα συγκεντρωμένη και από τη βραδιά που πάτησε για το Game 1 των ημιτελικών το παρκέ του ΟΑΚΑ μέχρι τη στέψη της, είχε ένα άνετο 5-0 κερδίζοντας όλα τα παιχνίδια καθαρά και χωρίς πολλές δυσκολίες. Στη διάρκεια αυτού του σερί είχε 57/115 τρίποντα (49,5%) και μόνο στον ημιτελικό με τη Ρεάλ ευστόχησε σε λιγότερα από 11! 
Στο ίδιο διάστημα οι μέσοι όροι του Γιούντο προκαλούν ίλιγγο: 13,6 πόντοι- 8,4 ριμπάουντς- 3,6 ασίστ- 0,8 κλεψίματα- 2 μπλοκ και μόλις 1,8 λάθη! Σπάνια ένας ψηλός έχει τέτοια ποικιλία στατιστικών και τόσο μεγάλη επίδραση σε όλα τα επίπεδα του παιχνιδιού.