Βράδυ Παρασκευής στο κλειστό των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων, πρώτη ημέρα του “Diamonds are Forever”. Το δεύτερο ημίχρονο του αγώνα του Παναθηναϊκού με τη Μακάμπι έχει ένα σκάρτο δεκάλεπτο που έχει ξεκινήσει, ο Διαμαντίδης έχει τιμηθεί από τη Μακάμπι στο ημίχρονο, κάνει λοιπόν να φύγει. Στα σκαλιά τον προλαβαίνουν καμιά τριανταριά – κατά κανόνα – πιτσιρικάδες, φωτογραφίες, αυτόγραφα, όποιος πρόλαβε, τον Μήτσο είδε.
Με τα πολλά το τιμώμενο πρόσωπο ξεμπλέκει, βρίσκει ανοιχτό διάδρομο και πάει προς τα εκεί. Ένας από τους πιτσιρικάδες, με αυτή την υπέροχη ευθύτητα που μεγαλώνοντας όλοι ή την ξεχνάμε ή την στρογγυλεύουμε, το αμολάει:
“Τα λέμε αύριο. Θα έρθεις, ε;”.
Σου λέει ο μικρός, με τούτον εδώ που μπλέξαμε, θα έρθουμε στη γιορτή του και αυτός θα λείπει. Εδώ απόψε, για να αποφύγει το μπιζάρισμα, ήρθε όταν είχε ξεκινήσει ο αγώνας και απέδρασε νωρίς νωρίς.
Εκεί θα είναι φυσικά, σε μια βραδιά που οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού έχουν προβλέψει και την παραμικρή λεπτομέρεια προκειμένου το αντίο να είναι αυτό που του αξίζει. Καμία σχέση με αυτό που θα ήθελε ο ίδιος βέβαια: να μη γινόταν δηλαδή το παραμικρό, ει δυνατόν, ούτε πλακέτα να μη του έδιναν.
Η πιο συντομή διαδρομή ανάμεσα σε δύο σημεία είναι η ευθεία γραμμή. Αυτό θα μου θυμίζει για πάντα η φανέλα που θα κρεμαστεί το βράδυ του Σαββάτου από την οροφή του Ο.Α.Κ.Α. Σε τέλεια αντιδιαστολή με το πολυεπίπεδο του τρόπου παιχνιδιού του, ο διαμαντίδειος τρόπος συμπυκνώνεται στην στερεότυπη απάντηση που έδινε πάντα όταν τον ρωτούσαν για το “μυστικό” του.
“Δεν υπάρχει κανένα μυστικό. Το ζήτημα είναι να δουλεύεις και να βελτιώνεσαι”.
Σαν ευθεία πορεία ανάμεσα σε δύο σημεία. Και αν το καλοσκεφτείτε, δεν είναι περίεργο που ακόμη νιώθει άβολα όταν του λες πως αποτέλεσε ένα από τα σύμβολα της ευρωπαϊκής ενηλικίωσης του μπάσκετ, αυτός που με λίγους ακόμη μας υποχρέωσε να καταλάβουμε το παιχνίδι πέρα από το πρωταρχικό, αλλά όχι θεμελιώδες επίπεδο του: ποιος βάζει περισσότερες φορές τη μπάλα στο καλάθι.
Η ιδιοφυία της απλότητας. Αυτό που οι οι Άγγλοι είπαν simplicity is genious. Ο τύπος που ανάγκασε τον κόσμο να του υποκλιθεί χωρίς ποτέ ο ίδιος να παρασυρθεί από τη γοητεία του περιττού. Άλλωστε η συλλογή των πιο εντυπωσιακών στιγμών του Διαμαντίδη στα ευρωπαϊκα παρκέ μετά βίας ξεπερνά σε θάμπος αυτή ενός αστέρα της σειράς: που είναι οι εντυπωσιακές σταυρωτές, οι no-look πάσες, τα καρφώματα στον αιφνιδιασμό, οι έξαλλοι πανηγυρισμοί; Αν ο ανυποψιαστος μελλοντικός ερευνητής αναζητήσει σε highlights την αλήθεια γύρω από τον θρύλο του Δημήτρη Διαμαντίδη, δεν θα καταλάβει απολύτως τίποτα.
Με την αντιληπτική ικανότητα που διακρίνει τους κοινούς από τους ξεχωριστούς και την δαρβινική προσαριμοστικότητα που η επιστήμη έχει αναδείξει ως βάση της εξέλιξης, έπαιζε με την ίδια άνεση το πρώτο και το τελευταίο βιολί στην ομάδα. Με συμπαίκτη τον Σάρας ή τον…Μπανκς, με το συμπάθιο. Αρκεί το κονσέρτο να ήταν επιτυχημένο.
Προφανώς η ειδοποιός διαφορά δεν είναι στο κίνητρο. Ολοι, σε τελική ανάλυση, θέλουν να κερδίζουν. Είναι στην προσέγγιση: ο Διαμαντίδης δεν καταδέχτηκε ποτέ τον Σπανούλη, τον Μπατίστ, τον Σισκάουσκας ή τον Γιασικεβίτσιους για συμπαίκτες ως αναγκαστικό μέσο προκειμένου να κερδίσει. Ο ώρες ώρες εξοργιστικός στην εύθραστη ανθρώπινη ψυχολογία αλτρουισμός του έδενε πάντα τη φτέρνα του με το χώμα: άλλωστε, πως μπορείς να ζητάς περισσότερα για τον εαυτό σου, όταν δεν τα χρειάζεσαι για να προσδιορίζεις τη βαρύτητα σου; Όταν το καύσιμο του εγωισμού που έχει τροφοδοτήσει τόσα αριστουργήματα σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ιστορίας, σε σένα δεν ξεκινά καν τη μηχανή;Και τελικά, πως γίνεται να μη νιώθεις άβολα όταν το βράδυ του Σαββάτου θα αποθεωθείς, εκτός από τα κατορθώματα σου, για μια στάση ζωής που στο δικό σου νου μοιάζει λιγότερο ή περισσότερο αυτονότητη;
Επειδή, αγαπητέ Δημήτρη, ειδικά στον αθλητισμό, μας αρέσει να μας υπενθυμίζουν πράγματα όπως συνέπεια, ακεραιότητα, αλτρουισμός, εργατικότητα, ταπεινότητα, τελειομανία.
Τόσο απλά.