Αρχή με τα αγωνιστικά. Όχι γιατί είναι τα σημαντικότερα, όταν για άλλη μια φορά φέτος ένας τελικός γίνεται το πανηγύρι των ζουρλών, αλλά επειδή το αξίζουν οι πρωταγωνιστές του παρκέ. Παίκτες και προπονητές υπήρξαν η παραφωνία στο σκηνικό μίσους, καφρίλας και χυδαιότητας που είναι συνώνυμο με τον ελληνικό επαγγελματικό πρωταθλητισμό. Έβγαλαν στο παρκέ όλη την ανταγωνιστικότητα τους, μόχθησαν, μανούριασαν, έχασαν και κέρδισαν με τον επαγγελματισμό που δεν ταιριάζει στο οικοσύστημα στο οποίο πληρώνονται για να αγωνίζονται.
Κοιτώντας πλέον ολόκληρη τη σειρά, μοιάζει ρεαλιστικό να πει κανείς πως η μοναδική ελπίδα του Ολυμπιακού να κατακτήσει το φετινό πρωτάθλημα ήταν το 3-0. Φυσικά, κάτι τέτοιο θα ήταν αγωνιστικά παράλογο, δεν παύει όμως να είναι αλήθεια. Στα τρία πρώτα ματς οι ερυθρόλευκοι πήραν δύο εντός έδρας νίκες στο νήμα και απείλησαν πραγματικά με διπλό στο Μαρούσι. Ήταν φανερό πως το ενεργειακό ζήτημα ήταν το πρωτεύον σε αυτή τη σειρά, με τον χρόνο να κυλά υπέρ του Παναθηναϊκού. Με το δεδομένο πλεονέκτημα του επιπλέον κινήτρου που έχει κάθε διεκδικητής, οι πράσινοι έμοιαζαν σχεδόν ανεπηρέαστοι σε επίπεδο φρεσκάδας, τη στιγμή που οι αντίπαλοι τους ήταν στα όρια της κατάρρευσης. Φυσικά, οι φιναλίστ της φετινής Ευρωλίγκας έχουν στέρεες δικαιολογίες (Λοτζέσκι, Χάκετ, απρόοπτο με Σπανούλη στο Game 2), αλλά και μαύρες τρύπες (Μπερτς, Γουότερς, Γιανγκ). Όπως και να έχει, ο Παναθηναϊκός ουδόλως ασχολείται, και σωστά.
Το μεγαλύτερο κατόρθωμα του “πράσινου” οργανισμού ήταν πως αφομοίωσε τις δύο πρώτες ήττες ως διδακτικά μαθήματα και αρνήθηκε να μπει σε εσωστρεφή μονοπάτια, γιατί “ο Τζέιμς κάνει του κεφαλιού του” ή επειδή “ο Καλάθης δεν σκοράρει”. Η πνευματική σταθερότητα που απαιτείται σε μια σειρά τελικών προφανώς πιστώνεται στον κόουτς Πασκουάλ, που στην πορεία βρήκε μικρά τρικ (ψηλά σχήματα με Γκέιμπριελ, Σινγκλτον, Γκιστ), αναβάθμισε τον ρόλο του Παππά, αξιοποίησε το κίνητρο, την προσωπικότητα και την κλάση του Μπουρούση, δεν ευνούχισε τον Τζέιμς αλλά αποφάσισε να ζήσει και να πεθάνει μαζί του. Η προσαρμοστικότητα του Ισπανού κόουτς είναι το μεγαλύτερο φετινό του παράσημο, μεγαλύτερο και από το πρωτάθλημα ακόμα. Ο προπονητής τπου γνωρίσαμε στη Μπαρσελόνα να επιδιώκει το πιο λεπτομερές και καλοσχεδιασμένο 5v5 παιχνίδι στην Ευρώπη έγινε αυτός που βάσισε το επιθετικό πλάνο της ομάδας του στο καλύτερο δυνατό ένας εναντίον ενός, με δύο, μία ή καμία πάσα. Γιατί το υπάρχον ρόστερ δεν μπορούσε να υπηρετήσει την προπονητική του φιλοσοφία. Ταυτόχρονα, δεν επικαλέστηκε ούτε μία φορά το ότι η φετινή δεν ήταν η δική του ομάδα, φτάνοντας να διαβάζει ότι…έχει χάσει τον έλεγχο. Τόσο πολύ, που στο Game 5 εμφάνισε μια πανέτοιμη πνευματικά ομάδα, που αντέδρασε υποδειγματικά στο εκρηκτικό ξεκίνημα του αντιπάλου, τον εξουδετέρωσε απόλυτα αμυντικά και τον αποτελείωσε μπροστά σε 15.000 κόσμο.
Ξέρω από πρώτο χέρι πως αισθανόταν ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος μετά το τέλος του 5ου τελικού. Ήμουν εκεί, να τον βλέπω να πανηγυρίζει περιχαρής και δικαιωμένος. Αλλά…μισό λεπτό. Πόσο δικαιωμένος είναι κάποιος που στις 28/4 αποκάλυπτε σε ανάρτηση του στο instagram πως “αν δεν σας υπολόγιζα (σ.σ τη γνώμη του κόσμου) θα τους είχα κόψει το μπάσκετ που δεν συμμορφώθηκαν με την απόφαση πούλμαν”. Και αν το προηγούμενο μπορεί ελλιπέστατα να αποδωθεί στην απογοήτευση του ευρωπαϊκού αποκλεισμού, πως εξήγείται το “όταν εγώ ήθελα να τους διώξω και να κατέβουμε με το εφηβικό, εσείς πέσατε να με φάτε…”, στις 30/5, δύο μέρες μετά το 1-0 και μία πριν το Game 2 του Ο.Α.Κ.Α;
Είναι προφανές ότι το θεμελιώδες μερίδιο του φετινού νταμπλ ανήκει στον ιδιοκτήτη της ομάδας. Αυτός αποφάσισε τη γενναία άυξηση του μπάτζετ, από την δική του τσέπη πληρώθηκαν παίκτες του επιπέδου των Ρίβερς, Σινγκλτον, Τζέιμς, Μπουρούση, αυτός δεν δίστασε να χρυσοπληρώσει τον Τσάβι Πασκουάλ προκειμένου να τον πείσει να έρθει στην Αθήνα. Αυτά δεν μπορεί αν το αμφισβητήσει κανείς. Εντούτοις, πόσο μεγάλο είναι το μερίδιο του στην κατάκτηση του φετινού τίτλου, όταν από την νύχτα του αποκλεισμού από τη Φενέρμπαχτσε η στήριξη στην ομάδα που ο ίδιος δημιούργησε υπήρξε στην καλύτερη περίπτωση υποτυπώδης και στη χειρότερη υπονομευτική;
Το brand name του Παναθηναϊκού είναι τεράστιο. Θα παρέμενε τέτοιο, ακόμη και αν ο φετινός τίτλος κατέληγε στον Πειραιά: ένα πρωτάθλημα λιγότερο ή περισσότερο μπορεί να προσθέτει στην ευτυχία της μίας χρονιάς, αλλά πολύ λίγο αλλοιώνει το προφίλ που ένας οργανισμός παράγει σε βάθος δεκαετιών. Με αυτό το σκεπτικό, ο πρόεδρος και χρηματοδότης της ομάδας θα πρέπει να αναλογιστεί αν επιθυμεί να ηγείται μιας ομάδας με ρητορική του “Βηματούλης”, “εμείς ή κανείς”, “Νόμος του ΟΑΚΑ, ακόμα και αν είναι η τελευταία του φορά”, ή με αναρτήσεις στις οποίες ένα -μετά βίας- 10χρονο παιδί κάνει υψώνει το μεσαίο δάχτυλο φορώντας τη φανέλα με τα έξι αστέρια. Η δικαιολογία του “προέδρου – οπαδού” είναι αδύνατον να σταθεί, αφού είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για παρορμητισμό, αλλά για μανιέρα.
Δεν ταιριάζει στην ιστορία και την δυναμική του συλλόγου να διαρρέεται στον τύπο “επίσημη” καταγγελία της ομάδας για ρατσιστική συμπεριφορά του Βασίλη Σπανούλη και αφού αυτή καταρρέει το ίδιο και το επόμενο βράδυ, να σφυρίζει αδιάφορα αναφέροντας πως “δεν θα κυνηγήσουμε προς το παρόν το θέμα”. Είναι ατιμωτικό για τον Αθλητή, με Α κεφαλαίο, Τζέιμς Γκιστ, να χρησιμοποιείται το όνομα του για να σπιλωθεί το όνομα ενός από τους μεγαλύτερους μπασκετμπολίστες που έχει βγάλει αυτή η ταλαιπωρημένη χώρα. Ο ίδιος Γκιστ, που το βράδυ των επινικίων εξυμνούσε στο novasports μικρόφωνο τον μεγάλο αντίπαλο του και ξεκαθάριζε πως “συνέβησαν πράγματα που συμβαίνουν στο παρκέ και θα μείνουν μεταξύ μας”. Λίγο πριν, ο Νίκος Παππάς δεν έχανε την ευκαιρία να πει πως “έκανα…βλακεία στην διαμάχη μου με τον Σπανούλη στο Game 4, τον εκτιμώ απεριόριστα και αυτόν και την οικογένεια του και χαίρομαι που αυτός με πλησίασε στο τέλος του παιχνιδιού και το λύσαμε”.
Στην ερυθρόλευκη πλευρά της σελήνης, οι αδερφοί Αγγελόπουλοι έχουν δημιουργήσει μια ομάδα που έχει αποκτήσει με το σπαθί της το σεβασμό της μπασκετικής Ευρώπης. Ταυτόχρονα, έχουν αποτύχει οικτρά να περιορίσουν έστω την παντοδύναμη “ερυθρόλευκη” κερκίδα που αφορά τους οργανωμένους οπαδούς. Το παραπάνω δεν χρειαζόταν καν να περιμένει κανείς το τέλος του αγώνα για να το διαπιστώσει: το καταλάβαινε αμέσως όταν ο αρχηγός τους αποκτούσε το δικαίωμα να τους απευθυνθεί, ζητώντας…ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση και…καταγγέλοντας σκευωρίες. Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τραγικό.
Είναι αρκετές οι φορές που οι διοικούντες του Ολυμπιακού νιώθουν πως δεν εισπράττουν την αναγνώριση που αξίζει στο επίτευγμα τους. Πως οι φίλαθλοι της ομάδας τους δεν έχουν αγκαλιάσει στο βαθμό που οι ίδιοι θεωρούν ότι αρμόζει αυτή την παρέα, που όμοια της μπορεί να μην ξαναδεί ο μπασκετικός Ολυμπιακός στην ιστορία του. Ίσως και να έχουν δίκιο. Ίσως η εποχή να μην είναι η πλέον πρόσφορη: στην Ελλάδα του 2017 προτεραιότητα έχει η επιβίωση, όχι ένα εισιτήριο διαρκείας. Επιπλέον, τα συνεχή κρούσματα ακραίας βίας απομακρύνουν κάθε λογικό άνθρωπο από κάθε λογής αθλητικό χώρο, οποιουδήποτε αθλήματος. Μολονότι αυτή είναι μια πραγματικότητα που δεν αμφισβητείται, είναι άλλο τόσο λογικό και επόμενο πως από τη στιγμή που μια μάχη δεν δίνεται, είναι αδύνατον να κερδηθεί. Όταν κανείς επιλέγει να μην αντιπαρατεθεί καν με αυτούς που σουλατσάρουν στο Game 3, δεν γίνεται να απορεί κανείς που από τη φυσούνα του Σ.Ε.Φ το σκηνικό στο φινάλε θύμιζε Βαγδάτη. Μια επιλογή που αναιρεί την ίδια την επιθυμία, να προσκαλεστούν περισσότεροι υγιείς φίλαθλοι στο γήπεδο, από αυτούς που δεν θεωρούν ότι δικαιούνται να βρίζουν μανάδες και οικογένειες.
Χάρηκα στα αλήθεια βλέποντας τα πρόσωπα των νικητών. Στενοχωρήθηκα με αυτά των ηττημένων. Από την έκρηξη του Παππά και τον πληγωμένο θριαμβευτικό εγωισμό του Καλάθη, του Παππά και του Μπουρούση, ως το κενό βλέμμα του Βασίλη Σπανούλη και την απογοήτευση της ομάδας που δούλεψε με συνέπεια, κατάφερε πολλά, αλλά δεν κέρδισε τίποτα. Έτσι είναι ο αθλητισμός: σου μαθαίνει πράγματα, αν έχεις διάθεση να μάθεις.
Αλλά αυτό που έχουμε στην Ελλάδα δεν είναι αθλητισμός, παρά ένα ζαρωμένο, κακομούτσουνο, παραμορφωμένο κακέκτυπο. Από τότε που ζω από κοντά τους τελικούς της Basketleague, ο πόλεμος των 15 ημερών με αφήνει να κυνηγώ την ομορφιά σε συναυλίες, βιβλία και παραστάσεις, αφού η δυσωδία έχει φτάσει ως τα ρουθούνια μου.
Καλό καλοκαίρι.