Είναι σαφές πως η διοίκηση κινείται με βάση τις προτάσεις του Μίτσελ. Γίνεται έτσι πράξη, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, η δέσμευση της ηγεσίας των Πειραιωτών, πως ο Ισπανός τεχνικός θα είναι το απόλυτο αφεντικό του ποδοσφαιρικού τμήματος.
Καταγράφοντας τη συντριπτική πλειοψηφία των ονομάτων τα οποία βλέπουν το φως της δημοσιότητας, διακρίνουμε μία μεταγραφική πολιτική που δεν έχει σκοτεινά σημεία. Στόχος δεν είναι ο εντυπωσιασμός, αλλά η απόκτηση παικτών με εμπειρίες από προηγμένα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα οι οποίοι έχουν ακόμη να δώσουν πολλά στον επόμενο εργοδότη τους.
Κάπως έτσι είχαν κινηθεί οι ιθύνοντες της ομάδας το καλοκαίρι του 2011 όταν αφεντικό ήταν ο Ερνέστο Βαλβέρδε, φέρνοντας στο Λιμάνι (ανάμεσα σε άλλους) τον Ιβάν Μαρκάνο και τον Πάμπλο Ορμπάιθ. Δύο ποδοσφαιριστές τα ονόματα των οποίων δεν προκάλεσαν θύελλα ενθουσιασμό (θα λέγαμε έως και αρνητικά σχόλια είχε «γεννήσει» ο ερχομός τους στα μέρη μας). Αλλά στο τέλος της μοναδικής σεζόν τους στην Ελλάδα, άπαντες συμφώνησαν πως η προσφορά του ήταν άκρως σημαντική.
Τέτοιες λύσεις έχει ανάγκη ο Ολυμπιακός. Οι άλλες «λύσεις» δίνουν τα πρωταθλήματα των μεταγραφών, που δεν έχουν καμία ουσία και φυσικά δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των νταμπλούχων. Όταν εφαρμοστούν οι λύσεις, μία «λύση» ως κερασάκι στην τούρτα, ασφαλώς και θα είναι καλοδεχούμενη. Όμως, δε θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα στη μεταγραφική πολιτική των “ερυθρόλευκων”.
Τουλάχιστον αυτή είναι η ταπεινή μας άποψη, έχοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της εποχής, αλλά και την κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας. Ας είμαστε ρεαλιστές στα «θέλω» μας. Με τον Μίτσελ, αλλά και με τον Κριστιάν Καρεμπέ σε θέση «μάχης», ο Ολυμπιακός έχει μπροστά του μία «χρυσή» ευκαιρία να ενισχυθεί ουσιαστικά και να γίνει περισσότερο ανταγωνιστικός στις εκτός συνόρων υποχρεώσεις του.