Όταν προσπαθείς με αλχημείες να σταθείς απέναντι σ΄ έναν ανώτερο αντίπαλο (αυτή είναι η αλήθεια), όταν καταφέρνεις μετά κόπων και βασάνων να επιστρέψεις στη ροή του αγώνα και όταν κάνεις την υπέρβαση και την χάνεις στο τελευταίο δευτερόλεπτο, τότε μία εξήγηση μπορεί να υπάρχει: Δεν σε πάει με τίποτα, δεν σε θέλει ούτε ο Θεός!

Το τι περίμενε τον Αρη στο Ηράκλειο, φάνηκε από πολύ νωρίς. Ο Εργοτέλης, μπήκε αποφασισμένος να «καθαρίσει» και έχοντας το υλικό για να το πράξει, το επεδίωξε με κάθε τρόπο. Δοκάρια, συντονισμένες επιθέσεις, χαμένες ευκαιρίες. Το 0-0 του ημιχρόνου σίγουρα τον αδίκησε και η αγωνιστική αλήθεια έλαμψε μέχρι το 2-0.

Από εκεί και μετά πήρε το «δίκαννο» ο Τάτος. Απλός, ουσιαστικός, αποτελεσματικός, ποιοτικός. Αυτός είναι ο Τάτος που θέλει ο Αρης, που ανταποκρίνεται στην αξία του, που θέλει πάνω απ΄ όλα, ο ίδιος από τον εαυτό του. Επί της ουσίας, μιλάμε για άλλον Αρη, μέχρι να μπει ο Βορειοηπειρώτης και για άλλον Αρη από τη στιγμή της εισόδου του και μετά. Εντελώς διαφορετική ομάδα!

Μέχρι το 68΄οι κίτρινοι είχαν αφήσει ακάλυπτο όλο τον χώρο πίσω από τον Αγγελούδη. Η τεράστια αγωνιστική τρύπα ήταν ορατή από χιλιόμετρα. Απουσίαζε ο ποδοσφαιριστής που θα κινούνταν πίσω από τον επιθετικό, που θα έβγαζε την κάθετη πάσα, που θα δημιουργούσε. Ο Τάτος, για πρώτη φορά φέτος, τα έκανε όλα τόσο καλά και επιπλέον σκόραρε δύο φορές και δημιούργησε το τρίτο. Τι άλλο να έκανε;

Μέσα σε 22 λεπτά πρόλαβε να βγάλει την ομάδα του από το αδιέξοδο, μέχρι να την ξαναβάλει στο πρόβλημα, δευτερόλεπτα πριν το φινάλε η αμυντική διάταξη (για να μην το επικεντρώνουμε συνέχεια στον Πουλίδο). Να είστε σίγουροι πως αν μπορούσε να βρεθεί και εκεί ο Τάτος, θα το έπραττε!

Προσέξτε, δεν υποστηρίζω πως ο Αρης δικαιούνταν να κερδίσει στο Παγκρήτιο τον Εργοτέλη, όμως εκεί που έφτασε το ματς, έτσι όπως έφτασε, είναι «ποδοσφαιρικό έγκλημα» που κατάφερε να το χάσει. Διότι, περί κατορθώματος πρόκειται. Σ΄ εκείνο το σημείο μιλά η καρδιά, η εμπειρία, τα αντανακλαστικά. Στοιχεία, τα οποία απεδείχθη πως οι αμυντικοί του Αρη (ειδικά τα δύο τελευταία) δεν τα διαθέτουν.

Ο Μιλίνκοβιτς, έπαιζε στο τέλος με πέντε στα μετόπισθεν (Ψυχογιός, Ελσνερ, Πουλίδο, Κύργιας, Τσουμάνης) και τον Ηρακλή μπροστά τους. Τι θα μπορούσε άλλο να πράξει; Να ξαπλώσει ο ίδιος μπροστά στην εστία;

Η αναφορά του Τάτου, στην κάμερα της Nova, περί γελοίων τερμάτων, αποτυπώνει ανάγλυφα την πραγματικότητα.