Μετά τον αγώνα της Ξάνθης, ο Κώστας Κατσουράνης, μιλώντας στο Παίζουμε Ελλάδα, ανέφερε για τον Εουσέμπιο ότι η Μπενφίκα του χρωστάει πολλά, καθώς λόγω αυτού, έγιναν πολλοί φίλαθλοί της. Και αυτό το ανέφερε ένας άνθρωπος που έζησε τους αετούς, έχοντας την τύχη να συναναστραφεί με τον “μαύρο πάνθηρα”…
Το μοντέρνο ποδόσφαιρο στο τελικό… ζύγι έχει βοηθήσει το άθλημα. Το εξέλιξε. Μιλάμε για μία παγκόσμια βιομηχανία θεάματος. Εχει όμως και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Ποδόσφαιρο σημαίνει συναίσθημα. Σημαίνει πρωτίστως αγάπη για τις ομάδες. Δεν σ’ αγγίζει το ίδιο ένα γκολ της ομάδας που υποστηρίζεις από μικρός, με ένα πανέμορφο γκολ μίας μεγάλης ξένης ομάδας, που όμως, απλά, δεν είναι η δική σου. Ακολούθως σημαίνει θαυμασμός για τους ποδοσφαιριστές. Η έννοια της παντοτινής αγάπης για τους ποδοσφαιριστές έπαψε να υφίσταται από τότε που οι παίκτες αποτελούσαν σημαίες. Και μη σκέφτεστε τους αστέρες, που έχουν τρομερό ταλέντο και ξεχωρίζουν αγωνιστικά. Στην Ελλάδα πρέπει να γυρίσουμε τουλάχιστον μία 15ετία πίσω για να βρούμε τους τελευταίους ήρωες μίας άλλης εποχής. Ήταν ο Τζόλε, ο Ντέμης, ο Βαζέχα ή ο Σαραβάκος. Ολοι τους πρώτα βιολιά. Σε εκείνη την εποχή, όμως, ακόμη και ποδοσφαιριστές που δεν είχαν την ποιότητα και το ταλέντο των προηγούμενων, λατρεύονταν επειδή ήταν πιστοί σε μία ομάδα. Επειδή ο κόσμος ταυτιζόταν μαζί τους. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο ποιος θα θυμάται παίκτες όπως ο αντίστοιχος Αμανατίδης ή ο Βάιος Καραγιάννης ή ο Γκούμας για παράδειγμα. Δεν πρόκειται ποτέ να φτάσουν να φορούν τη φανέλα μίας ομάδας για δέκα χρόνια. Και δεν μιλάμε για ήρωες πρώτης γραμμής.
Αυτό λείπει. Αυτή η ταύτιση, που ένωνε τις ομάδες με τους οπαδούς απουσιάζει από το σύγχρονο ποδόσφαιρο. Κι ας το σκεφτούν καλά οι παράγοντες των ομάδων, τώρα που έχει περάσει η περίοδος των παχιών αγελάδων, των μεγάλων συμβολαίων, των εκατοντάδων ξένων. Το ποδόσφαιρο χρειάζεται ήρωες. Στο modern football, τα παραδείγματα μπορεί να είναι λίγα, αλλά απολύτως ενδεικτικά: Πόσο… θεός είναι ο Τζέραρντ που έμεινε στη Λίβερπουλ και σημάδεψε μία ολόκληρη γενιά. Πόσο θεός είναι ο Γκικς, ο Λάμπαρντ. Πόσο ξεχωριστός είναι ο Πουγιόλ ή ο Τσάβι. Πόσο καλά νοιώθουν όλοι οι οπαδοί που θυμούνται τον Ραούλ να φοράει μόνο τη φανέλα της Ρεάλ σε τέτοιο επίπεδο (δεν υπολογίζω καν τη Σάλκε). Στην Ελλάδα γεννήθηκαν νέοι φίλαθλοι μίας ομάδας, επειδή έβλεπαν τον Παπαϊωάννου ή τον Κούδα ή τον Βάσια ή τον Δεληκάρη ή τον Δομάζο. Πλέον, με ποιον να ταυτιστούν; Με τον παιχταρά Μιραλάς, ο οποίος όμως, έφυγε στα δύο χρόνια; Με τους πρώην παίκτες του Παναθηναϊκού που φορούν τη φανέλα του ΠΑΟΚ; Με τους περαστικούς του Παναθηναϊκού που όσοι μπορούν θα πουληθούν και οι άλλοι θα αφεθούν ελεύθεροι;
Το τελευταίο αντίο στον θρυλικό Εουσέμπιο δείχνει, δυστυχώς για εμάς, και κάτι ακόμα. Η βόλτα του από το Ντα Λουζ μάζεψε 15 χιλιάδες αετούς για το ύστατο χειροκρότημα. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και πριν από δύο χρόνια, όταν ο Λεφτέρ Κιουρτσούκ Αντωνιάδης πέρασε για τελευταία φορά το κατώφλι του γηπέδου της αγαπημένης του Φενέρμπαχτσε. Πορτογαλία και Τουρκία έδειξαν σεβασμό στους ήρωες τους, στους ήρωες μίας άλλης εποχής και όσο κι αν μοιάζουμε ποδοσφαιρικά με τις χώρες αυτές (ή τέλος πάντων, δεν απέχουμε πολύ από τους Πορτογάλους που έχουν μεγαλύτερη σχολή από εμάς) δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα υπήρχε αντίστοιχη προσέλευση και αναγνώριση φιλάθλων για κάποιον Έλληνα ήρωα…