Παλαιότερα είχαμε το πρώτο θύμα των ελληνικών γηπέδων από φωτοβολίδα, τον άτυχο καθηγητή, Χαράλαμπο Μπλιώνα που έχασε τη ζωή του στο «Αλκαζάρ» στις 26 Οκτωβρίου του 1986, πριν από τον αγώνα Λάρισας – ΠΑΟΚ. Αντί εκείνο το θλιβερό περιστατικό να οδηγήσει τους πάντες στη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την εξάλειψη των φαινομένων βίας από τα ελληνικά γήπεδα, φθάσαμε στο 2015 να βιώνουμε ιδιαιτέρως επικίνδυνες συνθήκες σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα, οι οποίες χρόνο με το χρόνο γίνονται όλο και χειρότερες.
Ξέρετε τι μας λυπεί περισσότερο; Το γεγονός πως αρχίζουμε και συνηθίζουμε αυτές τις συνθήκες. Που δικαιολογούμε απόπειρες δολοφονίας. Και δεν υπερβάλουμε καθόλου. Όσοι βρίσκονται στην ασφάλεια του σπιτιού τους και μπροστά από το πληκτρολόγιό τους για να σχολιάζουν με άνεση τα πάντα, ίσως να μην αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι πηγαίνοντας για το μεροκάματο στο γήπεδο, βάζουν σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή.
Και δεν αναφερόμαστε μόνο στους ποδοσφαιριστές, τους προπονητές ή τις διοικήσεις. Για παράδειγμα για σκεφθείτε τους τεχνικούς των τηλεοράσεων ή τους φωτογράφους; Τα παιδιά που μαζεύουν τις μπάλες; Για να μην πούμε για τους υγιώς σκεπτόμενους θεατές οι οποίοι μπορεί να πέσουν θύμα αυτής της αλόγιστης βίας, επειδή βρέθηκαν στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Να, στη «Λεωφόρο Αλεξάνδρας» έφυγε μία φωτοβολίδα προς τον πάγκο του Ολυμπιακού, αλλά κτύπησε στα κάγκελα που βρίσκονται από πίσω και κατέληξε στους θεατές μπροστά από τις δημοσιογραφικά θέσεις. Από σύμπτωση δε θρηνούμε νέο Μπλιώνα.
Όλοι όσοι μπήκατε στον κόπο να διαβάσετε αυτές τις σκέψεις μας, μην αρχίσετε πάλι να ψάχνετε τι έγινε στη Ριζούπολη, στο Καραϊσκάκη, στην Τούμπα ή όπου αλλού θέλετε. Το γεγονός πως ανάμεσά μας υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δε διστάζουν να σημαδέψουν με φωτοβολίδα κάποιον άλλον άνθρωπο, αποτελεί ξεκάθαρο δείγμα μίας κοινωνίας η οποία καταρρέει. Γιατί η αξία της ανθρώπινης ζωής αποτελεί το θεμέλιο λίθο για την εύρυθμη λειτουργία μίας κοινωνίας.
Εν κατακλείδι, το πρόβλημα δεν είναι του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού, του ΠΑΟΚ ή οποιασδήποτε άλλης ομάδας. Το πρόβλημα είναι δικό μας, της κοινωνίας μας. Και μόνο αν η Πολιτεία έχει τη βούληση, μπορεί να λυθεί. Μόνο που και εκείνη έχει συνηθίσει -δεκαετίες τώρα- να χαϊδεύει αυτιά. Τελικά, ίσως να έχει δόση αληθείας αυτή η συνομωσιολογία για τα επεισόδια: το Κράτος διατηρεί αυτό το καθεστώς ασυλίας γιατί το βολεύει. Ελπίζουμε να μας διαψεύσει ο υφυπουργός Αθλητισμού, Σταύρος Κοντονής.