Ο Χρήστος Καούρης γράφει για το εξουθενωτικό παιχνίδι του Ολυμπιακού με την Χάποελ που θύμισε εποχές της δεκαετίας του ’90.

Το κοινό του ΣΕΦ και όσοι έβλεπαν το παιχνίδι από την τηλεόραση ένιωθαν βαθμηδόν ότι είχαν μπει σε μια χρονοκάψουλα που τους είχε μεταφέρει τριάντα και βάλε χρόνια πίσω, όσοι τουλάχιστον ήταν 45+. Οι υπόλοιποι απλά κοιτούσαν, λίγο άναυδοι, μονίμως αγχωμένοι, κάθε καλάθι γκολ και αναστεναγμός. Στο παρκέ κυκλοφορούσε το πνεύμα του Μάλκοβιτς, του Μπιλμπά και του Ντακουρί, αυτών που το ’93 σήκωσαν με τη Λιμόζ το κύπελλο πρωταθλητριών αφήνοντας Πρέλεβιτς και Κούκοτς στα κρύα του λουτρού. Το «Τρίποντο» κυκλοφόρησε εκείνη την Τρίτη με τίτλο «ο θάνατος του μπάσκετ».

Σε αυτά τα ματς που είναι σαν μπασκετικά Hunger Games δεν προβλέπονται διακριθέντες, μόνο επιβιώσαντες. Έτσι δεν είναι να απορείς που πρωταγωνιστής στο φινάλε αναδείχτηκε ο στρατιώτης του Ολυμπιακού. Ο Τόμας Γουόκαπ, σαν πορτοκαλί μετενσάρκωση του Γιούρε Ζντοβτς, για να μείνουμε σε κλίμα ‘90s. Οι πόντοι που έμπαιναν χθες ήταν αυτοί που ο καθένας απαγόρευε στον αντίπαλο, το παιχνίδι είχε τέτοια ένταση που στο τέλος τους παρέλυσε σχεδόν όλους. Ο ανυποψίαστος που θα έβλεπε το παιχνίδι θα υπέθετε ότι ήταν ματς αποκλεισμού, πως ξαφνικά ήταν Μάης και όχι Οκτώβρης και ο χαμένος έμενε εκτός φάιναλ φορ. Πως ήταν το Game 5 της Βαρκελώνης πριν ενάμιση χρόνο; Τότε, 59-63, τώρα 62-58, καθρέφτης κανονικός.

Τον Εβάν Φουρνιέ, που δεν ξεκόλλησε ούτε όταν πέτυχε το πρώτο του τρίποντο. Τον Βάσα Μίτσιτς, που πριν τα δύο σερί τρίποντα κυκλοφορούσε στο παρκέ περίπου ως φάντασμα. Τον Γιώργο Μπαρτζώκα, που κράτησε τον Φρανκ Νιλικίνα σχεδόν 10(!) σερί λεπτά στο παρκέ, ανάμεσα στο 25΄ και το 35΄ και τον Φουρνιέ σε όλο το δεύτερο ημίχρονο, λες και το γήπεδο ήταν για αυτόν η μηχανική υποστήριξη και η αλλαγή θα ήταν σαν να τράβαγε την πρίζα στον αγωνιστικά ασθενή Γάλλο. Ο Έλληνας κόουτς τζόγαρε μάλλον χωρίς λόγο με τον Πίτερς στη θέση του Γουόκαπ τη στιγμή που η Χάποελ είχε 2 ομαδικά φάουλ και το χρονόμετρο δεν έδειχνε επτά δευτερόλεπτα, αλλά 24. Στο τέλος μίλησε για «παράλογη πίεση, είναι ακόμα Οκτώβρης» και ήταν λες και μίλαγε στην ομάδα χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό του.

Το να επιβιώνεις όταν βρίσκεσαι φάτσα φόρα με την ήττα δεν είναι μικρό πράγμα: είναι ποιότητα αυτών που έχουν την προσωπικότητα και το χαρακτήρα να βρίσκουν δρόμο εκεί που δεν υπάρχει, αυτών που είναι διατεθειμένοι να κυλιστούν στη λάσπη για να βρουν το κλειδί. Ο Ολυμπιακός το έκανε στο Βελιγράδι απέναντι στη Μακάμπι, όταν άρπαξε τη νίκη από τα νύχια της ήττας, αλλά τότε το έκανε (και) με την επίθεση. Χθες, το έκανε σχεδόν μόνο με την άμυνα, κι ας ήταν η τροφοδοσία του Μιλουτίνοφ ένα ψήγμα ψύχραιμης εκτέλεσης μέσα σε ένα ωκεανό άγχους που έκανε τα χέρια να τρέμουν. Ώρες-ώρες, έμοιαζαν λες και έπαιζαν μπάσκετ για δεύτερη φορά.

Αν θέλει κανείς να είναι ειλικρινής, μια πιο μπαρουτοκαπνισμένη από τέτοιες ατμόσφαιρες και καταστάσεις θα είχε φύγει παρέλαση από το Ειρήνης και Φιλίας χθες βράδυ. Η Μονακό, ο Αστέρας, η Ζάλγκιρις, η Μπάρσα, το Μιλάνο, η Ρεάλ, κάποιοι ακόμα: τη σήμερον ημέρα δεν κερδίζεις μόνο με άμυνα, το πολύ μια φορά το χρόνο. Σημειώθηκε και χθες, η Χάποελ δεν ξέρει τι σημαίνει τέτοια έδρα Ευρωλίγκας, ούτε ένταση που προσομοιάζει σε πλέι-οφ, ως τώρα είχαν παίξει σε ουδέτερο με την Εφές, σε άδεια Ρόιτς αρένα στη Βαλένθια, στο πολιτισμένο μη μου άπτου Παρίσι. Χθες, όταν η βελόνα χτύπησε κόκκινο, έβαλαν τέσσερις πόντους. Στην τέταρτη περίοδο, πριν ο Μίτσιτς βάλει δύο, όλοι σούταραν δοκάρι και άουτ.

Στο τέλος της μέρας ο Ολυμπιακός δεν κρατά πολλά περισσότερα εκτός του ενστίκτου επιβίωσης που αποδείχτηκε πως είναι ακόμη εκεί, μαζί με εκείνο τον εγωισμό που εξέφρασε ο Γουόκαπ στη συνέντευξη με τον Αποστόλη Λάμπο για το συναπάντημα με τον Μίτσιτς: «πριν δυο μέρες ο Τζέιμς με νίκησε, απόψε δεν ήθελα να το δω να ξανασυμβαίνει». Η αγωνιστική ισορροπία αναζητείται αφού η άμυνα εμφανίστηκε, αλλά η επίθεση εξαφανίστηκε. Η νίκη όμως αγοράζει λίγη παραπάνω ηρεμία, αφού χρόνος θα υπήρχε ούτως ή άλλως. Τα ερωτηματικά πάντως, είναι ακόμη εδώ.