Η Χάλα Πιονίρ ήταν μισοάδεια, με περίπου διακόσιους Ισραηλινούς και καμιά δεκαριά Έλληνες να διακοσμούν στο ντεκόρ. Μου φάνηκε προσβολή στην ιστορία ενός γηπέδου που στη Σερβία αποκαλούν «αρένα των μονομάχων» να γίνεται ματς σε τόσο άνοστο περιβάλλον: την πρώτη φορά που πήγα, νωρίς στα ‘10s, είδα απ΄ έξω αυτοκόλλητο «απαγορεύονται τα ποτά, τα μαχαίρια και τα όπλα» . Ένα ανενεργό ηφαίστειο που κάπνιζε ράθυμα.
Χωρίς την αμυντική συνέπεια του Γουόκαπ και με τον Νιλικίνα να φορτώνεται από το τρίλεπτο με δύο φάουλ, ο Ολυμπιακός έζησε για ένα ημίχρονο στον αστερισμό του Σέιμπεν Λι ως πόιντ γκαρντ, μια αληθινή τρικυμία. Ο Αμερικανός μπορεί να είχε κάποιες σκόρπιες καλές στιγμές, όμως στο μάτι και τη μνήμη έμεινε μια συστοιχία από πάσες κάτω από το γόνατο και μερικές φορές στους αστραγάλους, τελείως άχρηστες για οποιονδήποτε σουτέρ που μέχρι να μαζέψει τη μπάλα η άμυνα έχει καλύψει. Σαν φίδι που αλλάζει δέρμα με το ζόρι, ο Λι για πολλοστή φορά έβαλε τον μανδύα του πόιντ γκαρντ και ένιωσε να του πέφτει βαρύς και ασήκωτος: γέμισε το ματς στο πρώτο μέρος με ανασφάλεια, έγινε μεταδοτική σε όλους. Ειδικά χωρίς την εξισορροπητική δύναμη του Γουορντ στη δημιουργία, οι ερυθρόλευκοι υπέφεραν και στις δύο πλευρές του παρκέ.
Ο Ολυμπιακός για 35 λεπτά κυνηγούσε ασθμαίνοντας. Το ίδιο μοτίβο, η Μακάμπι τις διαφορές, οι Πειραιώτες να πλησιάζουν, να ισοφαρίζουν, έφτασαν και να προηγηθούν δύο φορές, δεν κράτησε. Ο μακρύς και αθλητικός Χορντ ήταν αγκάθι στα πλευρά, από το «5» λίγο ο Σόρκιν και λίγο ο Λιφ, ο Γουόκερ συγκρατημένος για τρία δεκάλεπτα, έμεναν πινελιές για όλους και οι φιλοξενούμενοι δεν ήξεραν από πού να πρωτοφυλαχτούν. Ο Ντόντα Χολ κράτησε το όχυρο στο «5» όταν ο Μιλουτίνοφ έκανε νωρίς το τρίτο φάουλ, αλλά το πρόβλημα ήταν εμφανώς στην περίμετρο. Όταν ο Τζεφ Ντάουτιν τρελάθηκε και άρχισε να τα βάζει όλα, οι Ισραηλινοί πίστεψαν στο remake της νίκης επί της Χάποελ, που είχε έρθει κάπως έτσι.
Ο Μπαρτζώκας, όχι μακριά από τις συνήθειες του, παγίωσε τα πράγματα στο δεύτερο ημίχρονο κουρεύοντας το rotation ως το οκτώ, βαριά: Νιλικίνα, Ντόρσεϊ, Γουορντ, Βεζένκοφ, Μιλουτίνοφ με περάσματα ξεκούρασης των Παπανικολάου, Πίτερς, Χολ, τελεία. Στο τελευταία 7:39 έγινε μία αλλαγή, όταν ο Βεζένκοφ επέστρεψε αντί του Πίτερς. Μιλουτίνοφ τέσσερα φάουλ, Νιλικίνα άλλα τόσα, παίζουμε.
Κάπου εδώ, μια απαραίτητη διευκρίνιση. Για να γυρίσει ένα ματς 12 πόντων σε σκάρτα τέσσερα λεπτά πρέπει να βοηθήσουν και οι δύο ομάδες. Ο Ολυμπιακός, πιασμένος από την απελπισία του, έκανε την τελευταία προσπάθεια – λογικό. Ο Νιλικίνα έδινε ασφάλεια και ροή από το point σε στυλ Γουόκαπ, όχι φιοριτούρες, όχι πρωτοβουλίες. Γουορντ και Ντόρσεϊ ήταν οι βασικοί δημιουργοί, Βεζένκοφ και Μιλουτίνοφ οι κύριοι εκτελεστές. Τακτοποιημένα πράγματα, Μπαρτζωκικά. Ήταν πράγματι αξιοθαύμαστο ότι οι ερυθρόλευκοι κατάφεραν να αντισταθούν στον πειρασμό της βιασύνης και του ηρωισμού και πριόνισαν τη διαφορά αργά και μεθοδικά. Και αν για τον μετρημένο Γουορντ αυτό φαίνεται πως δεν είναι πρόβλημα, ο Ντόρσεϊ έδωσε ρεσιτάλ αποφάσεων στην τελική ευθεία. Το λάθος στο 93-81 (3:48 για το φινάλε) έμοιαζε καταδικαστικό, όμως η Μακάμπι έδωσε τη μπάλα πίσω γρήγορα. Η συνέχεια είχε παράλογα συνεπή δημιουργία για τον Ελληνοαμερικανό, για τον οποίο έχει συνηθίσει κανείς να σκέφτεται πως μετά τις τέσσερις ντρίμπλες το λάθος είναι πιο πιθανή κατάληξη από την ασίστ. Κι όμως: αυτός την πάσα στον Γουορντ στο transition για το 93-90, ο ίδιος τράβηξε τρεις παίκτες για το πάρε-βάλε στον Βεζένκοφ στο τελευταίο και καθοριστικό προσπέρασμα. Γουάου!
Στην απέναντι πλευρά συνέβησαν δύο πράγματα. Πρώτον, η Μακάμπι ξεκίνησε να παίζει καθυστερήσεις από το 35΄: είναι μια λογική αντίδραση κάθε αουτσάιντερ που ξεκινά να βλέπει απέναντι την τελική ευθεία και αίφνης σταματά να παίζει και ξεκινά να υπερασπίζεται κοιτώντας συνεχώς το ρολόι. Σε αυτή τη φάση ο Οντέντ Κάτας κάνει μια επιλογή που αποδείχτηκε καταστροφική. Επιλέγει να τελειώσει το ματς με αυτούς που του έδωσαν τη διαφορά (Γουόκερ-Ντάουτιν), δύο σκόρερ οι οποίοι δεν ξέρουν να παίξουν το παιχνίδι υπομονής και υπεράσπισης των κεκτημένων, καταλήγοντας να ντριμπλάρουν όλη την επίθεση προτού καταλήξουν σε ένα δύσκολο ένας-εναντίον-ενός. Φυσικά αυτό δεν αναιρεί πως αν έβαζαν ένα, δύο ακόμα, η ομάδα τους θα κέρδιζε. Όμως ο συμπαθής Κάτας δίστασε, σε καταδικαστικό βαθμό, να θυσιάσει έναν από τους δύο προς όφελος ενός γκαρντ τύπου Μπλατ, ο οποίος θα επέτρεπε στην ομάδα του να συνεχίζει να παίζει. Κάπως έτσι, αντί να παίξει hero ball o Ολυμπιακός που κυνηγούσε, το έκανε η ομάδα που προηγούνταν. Όταν έφτασε η ώρα για το σουτ της νίκης, τρεις περικύκλωσαν τον Γουόκερ που είχε κλειστεί σε ένα τούνελ. Δύο, τρεις ήταν ελεύθεροι, αλλά αυτός δεν θα έβλεπε τίποτα. Έξυπνη άμυνα, γκουπ στη στεφάνη, κλοπή στο Βελιγράδι.
Μετά το τέλος δεν έχει κανείς κουράγιο να το πανηγυρίσει, τόσο πολύ κυριαρχούσε η ανακούφιση. Όλοι είχαν την ευθιξία να παραδεχτούν εμμέσως πως αυτά συμβαίνουν μία φορά το χρόνο, ίσως και λιγότερο και πως ανάλογες εμφανίσεις θα φέρουν ήττες με κάτω τα χέρια. Στο τέλος της ημέρας ο Ολυμπιακός περιμένει πίσω τον Γουόκαπ για να θωρακιστεί αμυντικά, τους Φουρνιέ-Έβανς-Μακίσικ για να ανοίξει τις επιλογές στα γκαρντ και να ξεκινήσουν να σχηματοποιούνται οι πεντάδες. Η φετινή έκδοση έχει απειλή και σκορ από το «5» – αδύνατον να θυμηθεί κανείς βραδιά των τελευταίων τριών ετών στην οποία οι σέντερ σκόραραν μαζί 31 πόντους (23+8). Σύμφωνοι, απέναντι σε αναιμική γραμμή ψηλών, αλλά και πάλι. Την ίδια στιγμή, ο Τάισον Γουόρντ δείχνει έτοιμος να καλύψει το έλλειμμα δημιουργίας, κουμπώνοντας παράλογα γρήγορα σε μια απαιτητική σε επίπεδο μηχανισμών ομάδα.
«Πως είναι το ριφιφί στα σέρβικα;», ρώτησα τον Γιώργο Μπαρτζώκα όταν αυτός έβγαινε από τη συνέντευξη τύπου. «Έλα ντε», μου απάντησε με καταφατικό νεύμα.