Το καλοκαίρι του 2023 ο Νίκολα Μιλουτίνοφ επέστρεφε στον Πειραιά, το μέρος που έμαθε από 21 ετών να αποκαλεί σπίτι. Η απόκτηση του τότε από τον Ολυμπιακό ήταν μια λογική, αλλά όχι αυτονόητη κίνηση. Ολοκληρώνοντας μια μάλλον αδιάφορη τριετία στη Μόσχα, ο Σέρβος ήταν λογικά περιζήτητος στην Ευρώπη, αφού ψηλοί με τα δικά του χαρακτηριστικά σπανίζουν. Όμως ο Ολυμπιακός είχε ήδη στη θέση του τον Μουσταφά Φαλ, τον γιγαντόσωμο σέντερ που είχε ήδη κλέψει την καρδιά του Γιώργου Μπαρτζώκα: πάνω στον Γάλλο και τον Τόμας Γουόκαπ είχε χτιστεί η σπονδυλική στήλη της άμυνας των ερυθρόλευκων. Στην επίθεση, ο Φαλ ήταν ο δημιουργός από το χαμηλό ποστ, το φυτίλι του Βεζένκοφ στο ξεκίνημα των παιχνιδιών, ένας καλός αγωγός της κυκλοφορίας της μπάλας με περιστασιακά ξεσπάσματα σκοραρίσματος κυρίως όταν είχε μεγάλο σωματικό πλεονέκτημα.
Οι δυο τους είχαν περισσότερα που τους ένωναν, παρά που τους χώριζαν. Είχαν παρόμοιους σωματικούς περιορισμούς των παικτών αυτού του μεγέθους, κανείς τους δεν είχε εύκολη προσωπική φάση, ούτε ιδιαίτερη απειλή μακριά από τη ρακέτα. Ο Φαλ ήταν ο πιο σκληρός, αμυντικογενής, καλύτερος πασέρ από το low post. Ο Μιλουτίνοφ καλύτερος επιθετικός ριμπάουντερ, ικανότατος πασέρ στο short roll, τεχνικά ανώτερος και σαφώς πιο πολυδιάστατος. Κανείς δεν διακρίνονταν για την αθλητικότητα του ή το παιχνίδι του πάνω από τη στεφάνη.
Η μεγαλύτερη απόδειξη της ελάχιστης μεταξύ τους συμβατότητας ήταν η ευκολία με την οποία εισήχθη στο απαιτητικό σύστημα του Ολυμπιακού ο Μόουζες Ράιτ, ένας ακόμη άγουρος αθλητικός ψηλός που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της σεζόν και μπήκε στο rotation στο άψε-σβήσε ένεκα των τραυματισμών. Ξαφνικά οι ερυθρόλευκοι βρήκαν εύκολο σκορ από το «5», σποραδικό σουτ από μακριά (θυμηθείτε το νικητήριο τρίποντο στο Βελιγράδι), αθλητικότητα και σβελτάδα όταν αμύνονταν με αλλαγές. Ο «Μωυσής» κάθε άλλο παρά άρτιος ήταν, το συναίσθημα του συχνά τον πήγαινε και τον έφερνε και οι καλύψεις στην άμυνα δεν ήταν το αγαπημένο του, είχε όμως το πακέτο που έλειπε.
Ο Μιλουτίνοφ ήταν το σπάνιο χαρτάκι της Panini που βρίσκεις ένα απόγευμα, μόνο για να ανακαλύψεις πως το έχεις ήδη. Δεν σου κάνει καρδιά να το πετάξεις, αλλά δεν είσαι διατεθειμένος να ξεκολλήσεις το προηγούμενο. Κάπως έτσι ο Σέρβος έζησε δύο μετέωρα χρόνια. Χρήσιμος, αλλά όχι απαραίτητος. Συχνά επιδραστικός, σπανίως κυριαρχικός. Όχι τυχαία, τα πιο σημαντικά ματς του σε αυτή τη διετία ήταν με τον Φαλ εκτός μάχης. Σαν παιχνίδισμα της τύχης, το φινάλε και των δύο σεζόν του στους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος ήταν σαν υπενθύμιση του τι μπορούσε να κάνει νωρίτερα.
Στη διετία μετά την επιστροφή του στον Ολυμπιακό ο Μιλουτίνοφ έπαιξε 56 παιχνίδια στην Ευρωλίγκα. Τη σεζόν 23/24 είχε 7.8 πόντους με 61% στα δίποντα, 5.6 ριμπάουντ, 0.9 ασίστ, 0.6 μπλοκ σε 27/41 ματς, παίζοντας 18:06 κατά μέσο όρο. Την σεζόν που μόλις ολοκληρώθηκε έγραψε 8.2 πόντους με 58.2% στα σουτ, 5.8 ριμπάουντ, 0.8 ασίστ, 0.7 μπλοκ ανά 19:51 συμμετοχής σε 29/40 παιχνίδια της ομάδας του.
Σε αυτό το διάστημα έπαιξε 7 φορές πάνω από 25 λεπτά και έγραψε 14.1 πόντους, 8.6 ριμπάουντ. Από αυτές οι 7 ήταν τη σεζόν 23/24 και η μοναδική φετινή τα 25:56 απέναντι στην Παρτίζαν, με 13 πόντους και 8 ριμπάουντ (πλησίασε τα 25 και σε άλλες 4 περιπτώσεις). Το πιστεύετε ή όχι, ο παίκτης που όταν έφυγε για τη Μόσχα θεωρούνταν μια μηχανή νταμπλ-νταμπλ (8 σε 24 ματς το 19-20), είχε μόλις 8 τέτοια σε 56 ματς Ευρωλίγκας.
Αδικήθηκε λοιπόν ο «Μίλου» παίζοντας φανερά στη σκιά του Μουστάφα Φαλ; Ή, ακόμα καλύτερα, «υπό-χρησιμοποιήθηκε»;
Τα νούμερα λένε πως ναι, ειδικά τη δεύτερη, φετινή σεζόν, αυτή στην οποία η απόδοση του Φαλ έκανε φανερή βουτιά. Ο Γάλλος δεν ήταν ο εαυτός του ειδικά μέχρι τα Χριστούγεννα, ανέβασε ρυθμούς προοδευτικά και έκανε κάποια καλά ματς, ίσως όμως όχι τόσο καλά ώστε να δικαιολογεί τον ρόλο της πρώτης επιλογής. Από κάποια στιγμή και μετά ο Φαλ, πιθανότατα γιατί δεν ήταν πια σωματικά ικανός να το κάνει («δεν είχε πόδια», όπως λέμε συχνά στη μπασκετική αργκό), σταμάτησε να αποτελεί έστω θεωρητική απειλή για το αντίπαλο καλάθι, παίζοντας σχεδόν αποκλειστικά το ρόλο του διαμοιραστή. Έτσι έπεσε από τους 7.5 πόντους της διετίας 21-24 στους 5.8 τη σεζόν που μας πέρασε, ενώ η μειωμένη επιδραστικότητα του εμφανίστηκε αναπόφευκτα και στις ασίστ (-19 ασίστ φέτος με ένα παιχνίδι λιγότερο). Συνολικά πάντως ο Ολυμπιακός είχε το βάθος και την ποιότητα να το αντέξει, εξ΄ ου και η πρωτιά του στην κανονική διάρκεια της Ευρωλίγκας.
Η άλλη πλευρά του φεγγαριού μαρτυρά τις ευθύνες του ίδιου του Σέρβου σέντερ, κυρίως σε ό,τι αφορά την σωματική του κατάσταση. Δεν ξέρω αν μπορείτε να το θυμηθείτε, αλλά ο Μιλουτίνοφ που έφυγε από τον Ολυμπιακό το 2020 ήταν πραγματικά γρήγορος για το ύψος του, ικανός finisher στο κεντρικό pick n’ roll, πιο ταχύς στα τελειώματα του κοντά στο καλάθι, είτε από ασίστ, είτε μετά από επιθετικό ριμπάουντ. Ο σημερινός Μιλουτίνοφ είναι πιο βαρύς, αλλά αυτό δεν τον έχει κάνει κυρίαρχο του ζωγραφιστού: δεν ήταν λίγες οι φορές φέτος στις οποίες δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να τελειώσει φάσεις όταν σπρώχτηκε κοντά στο καλάθι, λες και ο όγκος του δεν συνεπαγόταν δύναμη. Την ίδια στιγμή παραμένει ένας μέτριος post up παίκτης, ακόμα και αν αυτό δεν του ζητείται στον Ολυμπιακό.
Ο freak τραυματισμός που τον άφησε 2 μήνες έξω τον Γενάρη του ’24 μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε, όμως την ίδια στιγμή η ικανότητα να είναι κανείς υγιής και διαθέσιμος μέσα στη σεζόν είναι πολλές φορές πιο σημαντική από τα πεπραγμένα ενός μήνα, ακόμα και τριμήνου. Ο Μιλουτίνοφ μπορεί να «ζωγράφισε» στους τελικούς, όμως έφτασε στο φάιναλ φορ ταλαιπωρημένος από τενοντίτιδα στο γόνατο – και σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα της υπερ-χρησιμοποίησης του κατά τη διάρκεια της σεζόν.
Οι συγκυρία του τραυματισμού του Φαλ, το δέσιμο του με τον Ολυμπιακό, ο θετικός χαρακτήρας του, αλλά κυρίως το αδιαπραγμάτευτο ταλέντο που διαθέτει του έδωσαν ένα αυτοκρατορικό συμβόλαιο για τα επόμενα 2+1 χρόνια, μια αυτονόητη επιλογή για τους Πειραιώτες. Μαζί με τη σκιά του Γάλλου απομακρύνονται και οι δικαιολογίες για έναν παίκτη που στα 30 του χρόνια έφτασε στο σημείο ακμής των ψηλών. Είναι πια η ώρα ο Νίκολα Μιλουτίνοφ να κυριαρχήσει – αν όχι τώρα, δεν θα το κάνει ποτέ.