Τα πλέι-οφ είναι τρενάκι συναισθημάτων και όλοι πιάνονται αιχμάλωτοι της στιγμής. Μετά το Game 1, το κεντρικό αφήγημα μιλούσε για την χαμένη ευκαιρία της Εφές και συνέχιζε πως αφού ο Παναθηναϊκός είδε τη σφαίρα να περνά ξυστά, δεν θα άφηνε περιθώρια στο δεύτερο ματς, αφού «αποκλείεται ο Ναν να παίξει χειρότερα». Τώρα, μετά το 1-1, το τροπάρι λέει πως η Εφές έχει ισχυρό πλεονέκτημα, έχει φέρει τα παιχνίδια με το τριφύλλι στα μέτρα της και με βάση τις περισσότερες λύσεις και κυρίως την κυριαρχία στους ψηλούς μπορεί να κάνει το 2/2 και να αφήσει εκτός νυμφώνος τους πρωταθλητές Ευρώπης.
Ούτως ή άλλως, αυτή είναι η νόρμα των τελευταίων ετών, με την φετινή να είναι μέχρι τώρα η εξαίρεση. Πέρσι, τρεις στις τέσσερις σειρές ήταν στο 1-1 μετά την πρώτη εβδομάδα. Πρόπερσι, δύο από τις τέσσερις και η Παρτίζαν μπροστά με 2-0. Το ’22, πάλι ¾. Κοινώς, τα προηγούμενα τρία χρόνια μόνο σε 2/12 περιπτώσεις η ομάδα που είχε το πλεονέκτημα της έδρας ήταν στο 2-0.
Αυτό προφανώς δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν λόγοι ανησυχίας. Ο Παναθηναϊκός έδωσε δύο ντέρμπι με την Εφές, θα μπορούσε να ήταν στο 2-0 αν έλειπε εκείνη η ακατανόητη διαιτητική εξυπνάδα στην φάση του Γκραντ στο Game 2, αλλά υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είναι ως και στο 0-2 αν Μπράιαντ, Τόμπσον και Λάρκιν έβαζαν τα ελεύθερα σουτ στο Game 1. Ω γέγονε, γέγονε και πάμε παρακάτω, στα 5+1 πράγματα που θα χρειαστούν για να έρθει τουλάχιστον μία νίκη.
Πεντάδες και αμυντικές προτεραιότητες
Η διαφορά μεγέθους και ταλέντου στο «5» είναι αυτή που βγάζει μάτι ως τώρα στη σειρά, αλλά δεν έχει προκαλέσει τεράστια ανισορροπία στη μάχη των κατοχών. Κοιτώντας τη διαφορά στα επιθετικά ριμπάουντ και τα λάθη, η Εφές είχε -3 κατοχές στο Game 1 εξαιτίας κυρίως των 16 λαθών της, ενώ στο Game 2 ήταν στο +3. Η διαφορά δεν είναι αμελητέα, όμως όχι και κάτι που θα προκαλέσει ανισορροπία από μόνη της.
Σημαντικότερη σε αυτή τη φάση είναι να βρεθούν οι πεντάδες που θα εξασφαλίσουν την μίνιμουμ αμυντική αποτελεσματικότητα, προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις κατάρρευσης όπως αυτής στην τέταρτη περίοδο του Game 2. Με δεδομένο ότι η Εφές έχει τους παίκτες για να ανταποκριθεί στις 3-guard lineups αλλά και να χτυπήσει στο μέγεθος με τον πολυσύνθετο Ντόζιερ, η παρουσία κυρίως του Όσμαν, μαζί με τους Παπαπέτρου (που επιστρέφει) και Καλαϊτζάκη στο «3» μοιάζει απαραίτητη προκειμένου να έχει σταθερά ο Παναθηναϊκός το μέγεθος που απαιτείται.
Επιπλέον, οι πράσινοι θα πρέπει να διαλέξουν το δηλητήριο τους, μιας και η Εφές έχει πολλούς τρόπους να επιτεθεί και δεν μπορεί να αδρανοποιηθεί αν αποκοπεί ένας παίκτης, όπως π.χ συμβαίνει με τη Ρεάλ και τον Καμπάσο. Όσο κι αν κανείς θέλει να είναι ασφαλής σε κάθε γωνία του παρκέ, ο Παναθηναϊκός θα πρέπει να αποφασίσει αν είναι προτιμότερο να έχει σταθερά ένα χέρι στη μπάλα σε μακρινές εκτελέσεις και να ζήσει με μερικά παραπάνω επιθετικά ριμπάουντ ή καρφώματα των αντιπάλων ψηλών, ή θα επιλέξει να προστατεύσει τον ευάλωτο Γιούρτσεβεν και τον μάλλον ανέτοιμο και ελαφρύ για το μέγεθος των αντιπάλων Γκέιμπριελ ρισκάροντας ανοιχτά το σουτ ορισμένων παικτών (Ντόζιερ, Τόμπσον, Γουόρα) προκειμένου να κλείσει την πληγή της ρακέτας.
Διαχείριση φορτίων
Παίζοντας για πολύ καιρό με σημαντικές απουσίες και χωρίς λίπος να κάψει μέχρι να κερδηθεί το πλεονέκτημα της έδρας, ο Παναθηναϊκός δείχνει να έχει φτάσει στη γραμμή της αφετηρίας των πλέι-οφ κάπως καταπονημένος. Με δεδομένες τις απώλειες και το μικρό rotation, η ομάδα του Αταμάν μειονεκτεί στα ζυγά παιχνίδια των πλέι-οφ, εκεί όπου το δεύτερο παιχνίδι σε 48 ώρες ευνοεί την ομάδα με την μεγαλύτερη φρεσκάδα και επιλογές, που αυτή τη στιγμή είναι η Εφές.
Εδώ υπάρχει επίσης μία απόφαση: θα γίνει κάποιου είδους all-in στο Game 3 με το rotation να περιορίζεται στους γνωστούς και μη εξαιρετέους (Ναν, Σλούκας, Γκραντ, Όσμαν, Ερνανγκόμεθ), ή ο Αταμάν θα προσπαθήσει να μοιράσει τον χρόνο τόσο για να έχει η ομάδα του ενέργεια στην τελική ευθεία, όσο και για να μην την εξαντλήσει σε περίπτωση που δεν πάρει πίσω το πλεονέκτημα από την Τετάρτη; Βεβαίως αυτό το ερώτημα είναι πολύ θεωρητικό και συχνά ακυρώνεται εν ώρα αγώνα: οι προπονητές μπορεί να το έχουν στο μυαλό τους, αλλά εκείνη των ώρα προσπαθούν να κερδίσουν ένα ματς και θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να το πετύχουν χωρίς να σκέφτονται τι θα γίνει μετά από δύο ημέρες.
Η υπόθεση MVP
Τίποτα πρωτότυπο εδώ. Ο Κέντρικ Ναν σκόραρε 15 πόντους με ισάριθμα σουτ και 4/4 βολές στο πρώτο παιχνίδι, ενώ είχε 14 στο δεύτερο με 6/17 σουτ, πηγαίνοντας μόνο μια φορά στη γραμμή. Παράλληλα είχε 11 ασίστ (5+6), αλλά και 8 λάθη (4+4). Ο Αμερικανός είχε αναποτελεσματικό φινάλε στο Game 2 με μόλις 3 πόντους στην τελευταία περίοδο και καμία τελική πάσα μετά το 25, όταν ήταν φανερό πως επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στο σκοράρισμα.
Αν το πρώτο παιχνίδι μπορούσε να εκληφθεί σαν τυχαίο γεγονός/κακή βραδιά του παίκτη, το δεύτερο ήρθε να αποδείξει πως τόσο ο ίδιος ο MVP, όσο και η ομάδα του θα χρειαστεί να κάνουν προσαρμογές προκειμένου να επιστρέψει στις θετικές εμφανίσεις. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν είναι κάτι καινούριο στην Ευρωλίγκα – παρόμοια είχε αντιμετωπίσει ο Βεζένκοφ στη σειρά με τη Φενέρμπαχτσε, αλλά και παλιότερα ο Μίροτιτς με αντίπαλο τη Μπάγερν. Τα πλέι-οφ είναι μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, ο βαθμός δυσκολίας ανεβαίνει σημαντικά και μαζί και η πίεση: ο Ναν φανερά προσπαθεί εκτός από το να κερδίσει τα παιχνίδια, να δικαιολογήσει και το βραβείο του MVP, λες και αυτό λειτουργεί ως βαρίδι πάνω του.
Είναι δύσκολο να πείσει κανείς έναν παίκτη που δεν θεωρεί πως υπάρχει αντίπαλος για να τον περιορίσει να αλλάξει συνήθειες, όμως την πρώτη εβδομάδα ο Ναν νικήθηκε όχι από έναν, αλλά από ολόκληρη την Εφές που ήταν απόλυτα προσαρμοσμένη επάνω του, τόσο που ρίσκαρε ανοικτές εκτελέσεις από οποιονδήποτε άλλο από αυτόν. Μία, βαριά δύο παραπάνω ντρίμπλες είναι αρκετές για να κλειστούν και αυτές οι πάσες – τέτοια είναι τα περιθώρια των πλέι-οφ, μικρά. Τώρα απομένει να εμπιστευτεί τους συμπαίκτες του αρκετά ώστε να δώσει όχι μόνο την τελική πάσα, αλλά και την προηγούμενη, αυτή που θα ξεκλειδώσει την άμυνα και θα την βάλει σε διαδικασία μετακίνησης και καλύψεων.
Ο Σλούκας επιστρέφει στην Πόλη
Ήταν 26 Απρίλη 2023 όταν ο Κώστας Σλούκας βρισκόταν ξανά στην Πόλη, ούτε τρεις μήνες από την απόφαση που θα άλλαζε βίαια την ιστορία. Ο Ολυμπιακός ήταν στο 1-1 με την Φενέρμπαχτσε και ανησυχούσε πως ο Ιτούδης είχε βρει τον τρόπο να σταματήσει τον οργιαστικό του ρυθμό – δεν είχε και άδικο. Ένα τρίποντο χορογραφία άλλαξε ξανά τις ισορροπίες και έστειλε τους ερυθρόλευκους στο Κάουνας. Ένα χρόνο αργότερα ήταν άφαντος στο Game 3 με τη Μακάμπι, η οποία προηγήθηκε 2-1 και έφερε τον Παναθηναϊκό στο χείλος του γκρεμού. Τότε, που δεν είχε άλλα περιθώρια, ο Σλούκας έφερε στο τραπέζι 20 πόντους, 6 ασίστ, 8 ριμπάουντ, ένα λάθος σε 34 λεπτά και μαζί με τον Ναν έστειλαν πίσω τη σειρά στην Αθήνα.
Τα δύο χρόνια που έχουν περάσει από την τελευταία φορά στην Πόλη έχουν αφήσει ορατά σημάδια πάνω του. Η ένταση υπάρχει, αλλά δεν έχει διάρκεια, οι αντίπαλοι τον σημαδεύουν ανελέητα και ο Λεσόρ δεν είναι στο παρκέ για να λειτουργήσει ως χείρα βοηθείας. Είναι αμφίβολο αν μπορεί να κάνει δύο μεγάλα ματς σε τρεις μέρες, αλλά όλοι ελπίζουν πως έχει τουλάχιστον ένα, πιθανώς την Τετάρτη.
Όσμαν, ο παίκτης κλειδί
Η ιστορία έχει τον τρόπο της να επαναλαμβάνεται. Πέρσι ήταν ο Ιωάννης Παπαπέτρου αυτός που έλυσε το αίνιγμα του Μπόνζι Κόλσον, απέναντι στη δύναμη και τη σκληράδα του οποίου ο Γκριγκόνις έμοιαζε με τσιγαρόχαρτο. Τώρα είναι η σειρά του Τούρκου, ο οποίος επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, εκεί όπου διεκδίκησε με την Εφές το φάιναλ φορ του 2017, χωρίς να τα καταφέρει. Ο Αταμάν μοιάζει σχεδόν υποχρεωμένος να του δώσει περισσότερο χρόνο από τα 24 λεπτά που έπαιξε στο δεύτερο παιχνίδι, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως θα χρειαστεί να θυσιάσει την αγαπημένη του 3-guard lineup.
Ο Όσμαν μπορεί να γίνει το αποτελεσματικό ανάχωμα στο midrange παιχνίδι του Ντόζιερ, αυτός που θα επιτρέψει στην επίθεση να ανασάνει με προσωπικούς πόντους στο transition, o τρίτος (και ίσως ο δεύτερος;) πόλος στην επίθεση με το μέσα έξω παιχνίδι του και την ικανότητα του να κερδίζει φάουλ και βολές. Το σχήμα με Γκραντ/Όσμαν/Χουάντσο είναι εύκολα το πιο ικανό αμυντικά, δίνει το απαραίτητο μέγεθος και είναι ικανό να καλύψει τις αδυναμίες του «5» που ταλαιπωρούν τον Παναθηναϊκό στη σειρά.