Ο Χρήστος Καούρης επιχειρεί μια πρώτη ανάγνωση της επόμενης ημέρας της Εθνικής μετά τον αποκλεισμό από τη Γερμανία.

Τελείωσε λοιπόν το Ολυμπιακό όνειρο. Τέσσερα ματς, μία νίκη. Αρνητικό ισοζύγιο αλλά θετικό πρόσημο, γίνεται; Ναι, αλλά ας είναι κανείς δίκαιος. Η αποτίμηση γίνεται βάσει θεωρητικών, έστω, δυνατοτήτων της ελληνικής ομάδας όσο και των αντιπάλων της. Βάσει αυτών, η Εθνική πέτυχε τους στόχους της: πέρασε στους Ολυμπιακούς Αγώνες πρωτεύοντας σε ένα βατό αλλά όχι χωρίς λακκούβες τουρνουά στο Σ.Ε.Φ., εμφανίστηκε σοβαρή, πειθαρχημένη και ανταγωνιστική σε όλα τα παιχνίδια που έδωσε, πήρε μια νίκη που έδωσε την απτή απόδειξη των χαρακτηριστικών της και έφτασε τόσο κοντά, όσο και άλλο τόσο μακριά από μια έκπληξη πρώτου μεγέθους που θα ήταν η πρόκριση στην τετράδα. Η ήττα με 76-63 μπορεί να μας κάθεται ιδιοσυγκρασιακά καλύτερα από το 107-96 πριν από δύο χρόνια, αλλά η πραγματικότητα δεν αλλάζει, ίσα ίσα που είναι πιο στενάχωρο να παραδέχεσαι ότι δύσκολα μπορείς να ακολουθήσεις την κατεύθυνση του σύγχρονου μπάσκετ – τουλάχιστον αυτή την περίοδο.

Πάει αυτό. Το ζήτημα είναι τι συμβαίνει από εδώ και πέρα.

Ο Βασίλης Σπανούλης μίλησε για τη δημιουργία ενός κορμού που θα δώσει στην Εθνική την συνέχεια και την ομοιογένεια που χρειάζεται, αυτήν που δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Σωστό, αλλά και αρκετά περίπλοκο. Με δεδομένη την παρουσία του Κώστα Παπανικολάου εφόσον παραμείνει υγιής, τα φώτα πέφτουν στον 35χρονο Νικ Καλάθη, από τη διαθεσιμότητα του οποίου το επόμενο καλοκαίρι θα κριθούν πολλά. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον κατά ένα χρόνο νεότερο Κώστα Σλούκα, για τον οποίο η λογική λέει πως θα είναι διαθέσιμος. Τρίτος αλλά επ΄ ουδενί έσχατος στη λίστα είναι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, η διαθεσιμότητα του οποίου είναι πάντα ένα ακανθώδες ζήτημα. Από την παρουσία ή των απουσία των τριών προαναφερθέντων θα μπει ή όχι στο τραπέζι το ζήτημα της αλλαγής του νατουραλιζέ παίκτη της ομάδας: το δίδυμο Καλάθη-Γουόκαπ είχε καλές και κακές στιγμές στο τουρνουά, όμως είναι δεδομένο πως μιλάμε για παίκτες με πολύ παρόμοια αγωνιστικά χαρακτηριστικά και σίγουρα όχι συμπληρωματικά στο μεγάλο όπλο της Εθνικής, τον Greek Freak. Το θετικό στην όλη υπόθεση είναι πως οι Σπανούλης-Ζήσης έχουν την πυγμή, τη διπλωματία και το ειδικό βάρος να διαχειριστούν μια κατάσταση η οποία είναι εμπεριέχει αρκετά politics.

Από τους απόντες του τουρνουά θα μπορεί επίσης να υπολογίζει κανείς στην ένεση αθλητικότητας από τους Θανάση και Κώστα Αντετοκούνμπο, στοιχείο που προφανώς δεν είναι ακριβώς σε αφθονία στην ομάδα. Η περίπτωση του Παπαπέτρου είναι αίνιγμα, αφού το γόνατο του φόργουορντ του Παναθηναϊκού είναι αρκετά καταπονημένο. Η επιθυμία του πάντως είναι δεδομένη: είναι χαρακτηριστικό πως ο Παπαπέτρου είπε ντόμπρα στον Σπανούλη πως μπορεί να είναι διαθέσιμος για το προολυμπιακό τουρνουά, όμως σε περίπτωση πρόκρισης δεν θα έπαιρνε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού το σώμα του χρειαζόταν ξεκούραση και αποκατάσταση για να μην περάσει ξανά όσα τράβηξε πέρσι.

Ο 23χρονος Ρογκαβόπουλος είναι η φυσική συνέχεια των δύο «Παπ» στο «3», όμως η απρόσμενη απουσία του από το φετινό τουρνουά (όπου η λογική λέει ότι θα είχε ρόλο βάσει αγωνιστικών χαρακτηριστικών) θολώνει το τοπίο. Ο προπονητής είπε πως «επιτρέπεται να απουσιάζει κάποιος μόνο αν αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας» και ο νοών νοείτο. Είναι προφανές ότι η διαθέσιμη δεξαμενή ταλέντου δεν επιτρέπει να χάνουμε παίκτες δεξιά-αριστέρα, όμως είναι εξίσου σοβαρό (αν όχι σοβαρότερο) να γίνουν σαφείς οι κόκκινες γραμμές, ειδικά από τη στιγμή που το φετινό ρόστερ κόσμησαν με την παρουσία τους αθλητές όπως ο Παπαγιάννης που έχουν πολλάκις αποδείξει το δέσιμο και την αυταπάρνησή τους για την ομάδα.
Τρίτο και αρκούντως σημαντικό θέμα έχει να κάνει με την αγωνιστική πρόοδο και ετοιμότητα των διεθνών. Στη Γαλλία η Εθνική είχε ένα απελπιστικά κλειστό rotation, με τους Γιάννη (33.4 λεπτά), Παπανικολάου (32.3), Καλάθη (29.1) και Γουόκαπ (27.5) να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος και τους Μήτογλου (22.1), Τολιόπουλο (18.6), Παπαγιάννη (15.3) να ακολουθούν. Από τους υπόλοιπους ο Καλαϊτζάκης ήταν θετικός στους αμυντικούς ρόλους που ανέλαβε, ο Λαρεντζάκης έκανε κακό τουρνουά και εξαφανίστηκε μετά τα δύο πρώτα ματς και ο Χαραλαμπόπουλος έπαιζε πολύ λίγο για να κριθεί επί της ουσίας.

Ο τελευταίος αποχώρησε φέτος από την Ιταλία και αν όλα πάνε καλά θα συνεχίσει να έχει αγωνιστικό ρυθμό και στην Τουρκία με την Τουρκ Τέλεκομ Άνκαρα. Ο Λαρεντζάκης είναι ενεργό μέλος του rotation στον Ολυμπιακό, ενώ ο Καλαϊτζάκης θα παλέψει για λίγα περισσότερα λεπτά στο γεμάτο αστέρια ρόστερ του Παναθηναϊκού. Δεν μπορεί εύκολα να ειπωθεί το ίδιο για τον Μωραϊτη (8.8 λεπτά πέρσι στη Basket League, πρακτικά ανενεργός στην Ευρωλίγκα), ενώ ερωτηματικό είναι και η πρόοδος του Κώστα Αντετοκούνμπο (7.2 λεπτά στην Ευρωλίγκα, 12.7 στο πρωτάθλημα). Θετική για την επανεκκίνηση της καριέρας του μετά από μια τριετία στασιμότητας είναι η μετακίνηση του Λούντζη στον Προμηθέα, ενώ ο Χουγκάζ θα αγκαλιάσει φέτος μια μεγάλη πρόκληση με τη μεταγραφή του στην Ανδόρρα. Ρόλο στο Μαρούσι αναμένεται να βρει και ο Γιώργος Τανούλης. Ευχής έργον θα είναι να ξεκινήσει να σχηματοποιείται αγωνιστικά ο 18άρης Αβδάλας και να εγκλιματιστεί όσο καλύτερα γίνεται (αφού δεν θα έχει πολύ χρόνο συμμετοχής) στο NCAA ο Λιοτόπουλος.

Για το τέλος, ο προπονητής. Ο Βασίλης Σπανούλης είχε πετυχημένη παρουσία στο πρώτο μεγάλο τουρνουά της εθνικής προπονητικής του καριέρας, συνδυάζοντας την τεχνική καθοδήγηση με ηγετικές ποιότητες που είναι πολύτιμες σε τουρνουά με μικρή διάρκεια. Ο VSpan κατάφερε πράγματι να δημιουργήσει συσπείρωση γύρω από την ομάδα, έκανε φανερή προσπάθεια να εξαφανίσει το κλίμα εσωστρέφειας και απαισιοδοξίας που είχε φυσιολογικά δημιουργηθεί μετά από πολλά χρόνια χωρίς σημαντική διάκριση και διαχειρίστηκε με στιβαρότητα την διόλου ανέφελη ατμόσφαιρα που εισέπραξε με το φινάλε των ελληνικών τελικών. Η Εθνική πόνταρε στις δυνατότητες της και προσπάθησε να κρύψει τις εγγενείς δομικές της αδυναμίες αλλά και την έλλειψη βάθους και ταλέντου: ως ένα σημείο τα κατάφερε, αλλά σε ένα τουρνουά τόσο υψηλού επιπέδου ήταν νομοτελειακό πως κάποιες από αυτές θα ξεγυμνώνονταν. Συνολικά ο κόουτς απέφυγε, σχεδόν φανατικά, να πέσει στην παγίδα της μεμψιμοιρίας και έδωσε ελπίδα και όραμα για τη συνέχεια. Αυτό φυσικά με κάποιο τρόπο θα πρέπει να δικαιωθεί σε βάθος χρόνου προκειμένου να μην μείνει κενό γράμμα, όμως δεν παύει αυτή η προσέγγιση να λειτουργεί ευεργετικά στην ιδιοσυγκρασία ενός λαού που αρέσκεται να κρίνει τα πράγματα δίχως μετριοπάθεια και αυτοσυγκράτηση, παρά μόνο στα άκρα: θρίαμβος και καταστροφή, αποθέωση και κατατρεγμός.