Για ένα ημίχρονο το καράβι της Εθνικής είχε παράλογα σταθερή πορεία. Οι διεθνείς έτρεχαν σαν τους παλαβούς στο κατάστρωμα και βούλωναν τις τρύπες, η ρακέτα γινόταν μελίσσι κάθε φορά που ένας Λιθουανός έκανε να μπουκάρει ή να πάρει τη μπάλα με πλάτη. Η ενέργεια έρεε ακόμα. Στην απέναντι πλευρά ο Τόμας Γουόκαπ σήκωσε το γάντι στην πρόκληση μιας άμυνας διατεθειμένης να του δώσει όσα σουτ τραβούσε η ψυχή του. Κράτησε την ομάδα που ξεκίνησε σουτάροντας τούβλα όρθια μέχρι να εμφανιστεί δίπλα του ο Λαρεντζάκης. Σαν συνδυασμός γρήγορων γροθιών του Μάνι Πακιάο, η ελληνική ομάδα ξάφνιασε τη Λιθουανία και της πήρε οκτώ πόντους αέρα. Όχι κι άσχημα, ακόμα και αν δεν καταφέραμε να τους κρατήσουμε ως την ανάπαυλα – η διαφορά έπεσε στους τρεις. Μαζί δεν παίζαμε, η κυκλοφορία της μπάλας ήταν υποτυπώδης. Απλώς τα σουτ έμπαιναν. Όλοι όμως ξέραμε ότι το σενάριο ήταν αδύνατον να επαναληφεί: η Εθνική δεν θα έπαιρνε 50-60 πόντους από δύο παίκτες, ειδικά τόσο καταπονημένους όσο αυτοί οι δύο. Παίζαμε αντάρτικο μπάσκετ και το ξέραμε.
Οι τρύπες του καραβιού άνοιξαν στο δεύτερο ημίχρονο και οι δομικές ανισορροπίες του ρόστερ βαθμιαία αναδείχτηκαν μέχρι που αυτό βυθίστηκε αύτανδρο. Οι έχοντες μία ημέρα περισσότερης ξεκούρασης Λιθουανοί άνοιξαν το rotation, έβγαλαν ένταση και ενέργεια και συνέτριψαν τους δικούς μας. Αθλητικά, έβγαζε νόημα. Είχαν δύο σέντερ, τέσσερις φόργουορντ, πέντε γκαρντ. Δεν ήταν πιο ποιοτικοί από το γκρουπ που έμεινε έξω από τους «16» του Ευρωμπάσκετ με Σαμπόνις, Γκριγκόνις και Ουλάνοβας, όμως ήταν μια συγκροτημένη ομάδα με ξεκάθαρους ρόλους. Όταν ήρθε η ώρα του second unit, η Λιθουανία μας έκανε χαλκομανία, ακόμα και αν το ματς δεν είναι για 25άρα. Τρεις πόντοι ήταν, 61-58, στο 29΄. Αλλά τόσο έγραψε.
Από τον αντίπαλο πάγκο σηκώθηκε ο Μοτιεγιούνας, που δεν πίστευε στην τύχη του βλέποντας διάφορους ημίψηλους να κλείνουν κατά δυάδες και τριάδες πάνω του. Τους πόντους του Κουζμίνσκας από τον πάγκο έφερε αυτή τη φορά ο Έιμαντας Μπέντζιους, 15 με ένα χαμένο σουτ. «Ποιός είναι ο Μπέντζιους, που παίζει και γιατί είναι καλύτερος από τον Παπαπέτρου;», πιθανότατα θα αναρωτηθήκατε βλέποντας το ματς. Ο Μπέντζιους λοιπόν ήταν ο παίκτης με τον μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής στην ιταλική Σάσαρι. Έπαιζε 32 λεπτά ανά αγώνα στο BCL, σούταρε 5 τρίποντα με 38% ευστοχία, έβαζε 13.2 πόντους και είχε επίσης 5.3 ριμπάουντ, 2.7. Θέλετε κι άλλα νούμερα; Ο αρχηγός της Ρίτας, Μάργκο Νόρμαντας, αυτός που ανέλαβε να εξαντλήσει τον Γουόκαπ, είχε 21.5 λεπτά στην ίδια διοργάνωση, με 8.7 πόντους και 38% τρίποντο, μαζί με 3.1 ασίστ. Ο Μπραζντέικις είναι πρώτο βιολί στη Ζάλγκιρις, ο Γιοκουμπάιτις πρώτη αλλαγή στο πόιντ στη Μπαρσελόνα, ο Μοτιεγιούνας ξεκινά πεντάδα στη Μονακό, ο Βαλαντσιούνας έχει μ.ο double – double στους Πέλικανς.
Εμείς από «παιγμένους», είχαμε οκτώ: Γουόκαπ, Λαρεντζάκη, Μωραϊτη, Παπανικολάου, Παπαπέτρου, Ρογκαβόπουλο, Παπαγιάννη, Μποχωρίδη, από τους οποίους τρεις έπαιζαν στην ίδια θέση, στο «3». Στα γκαρντ, ο Λούντζης έχει περάσει δύο χρόνια ως 12ος ή 13ος παίκτης του Ολυμπιακού: σε συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού, δηλαδή στην Ευρωλίγκα, παίζει σκάρτα πεντάλεπτα και η αποστολή του ως ρολίστας είναι να μην πάρει κανένα ρίσκο μέχρι να επιστρέψουν οι βασικοί. Ο Μποχωρίδης ήταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας επί δύο χρόνια στον Παναθηναϊκό, όπου αντιμετωπίστηκε σαν αναγκαίο κακό επειδή δεν είχε αποκτηθεί ένας πόιντ γκαρντ της προκοπής. Ο Θανάσης έχει πάθος αλλά η θέση του στο ευρωπαϊκό μπάσκετ συζητείται, ενώ ο αγωνιστικός του ρυθμός είναι συζητήσιμος. Η απώλεια του Μήτογλου εξαφάνισε από το ρόστερ τον μοναδικό πραγματικό πάουερ φόργουορντ που είχαμε και τον μοναδικό που μπορούσε να παίξει δύο θέσεις στη γραμμή ψηλών. O Μωραϊτης, 24 ετών πια, κάνει τα πρώτα του βήματα στην Εθνική, φυσιολογικά ανασφαλής και μετέωρος. Υπενθύμιση: ο Βασίλης Σπανούλης στη Σαϊτάμα ήταν 24 ετών: εδώ δεν συγκρίνεται το ταλέντο, αλλά οι παραστάσεις.
Πέρα από τα παραπάνω, η ομάδα δεν είχε ούτε το ταλέντο, αλλά ούτε και την δομή για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. Αν δεν παρατάξεις ούτε ένα πάουερ φόργουορντ και κατέβεις με έναν, στην ουσία, αναπληρωματικό σέντερ, θα καταλήξεις να κυνηγάς την ουρά σου εναλλάσσοντας αδόκιμες λύσεις ώσπου μία να δουλέψει, έστω όπως όπως. Αν στην περιφέρεια υπάρχει ένας, στην ουσία, δημιουργός, τότε ο αντίπαλος θα φροντίσει, αργά ή γρήγορα, να τον αποκόψει από τους υπόλοιπους. Η Λιθουανία επέτρεψε ένα πράγμα στην Εθνική: το σουτ μετά από ντρίμπλα, για αυτό και οι καλύτεροι παίκτες μας ήταν οι Γουόκαπ, Λάρι και ο Μωραϊτης έδειξε θετικά δείγματα.
Το φινάλε, με 25 πόντους στο κεφάλι, ήταν ανατριχιαστικό. Οι παίκτες χειροκρότησαν τον κόσμο, κίνησαν να φύγουν για τα αποδυτήρια, όμως γύρισαν πίσω. Οι Έλληνες πανηγύριζαν όπως ακριβώς και οι Λιθουανοί: κάποιος ανυποψίαστος που θα έμπαινε εκείνη την ώρα στο γήπεδο δεν θα είχε ιδέα ποιος κέρδισε κοιτώντας μόνο την κερκίδα. Βλέποντας την υποστήριξη ενός αθλητισμού που σχεδόν δεν υπάρχει πια στην Ελλάδα, τα μάτια των διεθνών βούρκωσαν. Σε αυτές τις καταστάσεις, έχουν συνηθίσει γιούχα, κανένα καντήλι, στην καλύτερη περίπτωση ένα χειροκρότημα και δυο-τρία εμψυχωτικά λόγια. Αυτό που είδαν, απλώς δεν υπήρχε. Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί πάνω στον Κώστα Παπανικολάου, που είδε τον εφιάλτη του 2019 να ξυπνά ξανά.
Για τόσο ήμασταν, τόσο εισπράξαμε. Το μέλλον είναι αυτό που είναι: θέλει πολλή αισιοδοξία για να το βαφτίσει κανείς λαμπρό. Αλλά αυτή είναι η συζήτηση της επόμενης μέρας.