Υπάρχουν απλοί, πιθανώς απλοϊκοί τρόποι να βλέπει κανείς τα πράγματα. Ο Ολυμπιακός έπαιξε άμυνα και έβαλε ένα τσουβάλι τρίποντα (ειδικά) στο δεύτερο ημίχρονο του πρώτου παιχνιδιού και κέρδισε. Στο δεύτερο έχασε τα ριμπάουντ, έκανε περισσότερα λάθη και έχασε. Ενώ η παραπάνω προσέγγιση προφανώς έχει σημαντικό κομμάτι αλήθειας, είναι παράλληλα και ένας παραπλανητικός τρόπος να κρυφτούν άλλα, εξίσου σημαντικά κομμάτια των δύο πρώτων αγώνων.
Ο Ολυμπιακός έχει δυσκολευτεί για πέντε από τα οκτώ δεκάλεπτα να κυκλοφορήσει τη μπάλα με τον τρόπο που του αρέσει να το κάνει: σε ολόκληρο το πρώτο ημίχρονο και σε όλο το δεύτερο ματς πλην της πρώτης περιόδου. Οι βιονικοί σε επίπεδο δυνάμεων Χέιζ-Ντέιβις και Πιέρ έπαιξαν 37.5 και 36 λεπτά αντίστοιχα στο G2 (38΄ και 33΄ αντίστοιχα στο G1) και αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά μιας άμυνας που όχι μόνο επένδυσε στο μέγεθος για να σταματήσει το passing game, αλλά ήταν αξιοθαύμαστα πειθαρχημένη στο να επιτρέπει το σουτ σε συγκεκριμένους παίκτες στη σειρά (Γουόκαπ, Μακίσικ). Η Φενέρ δεν είχε κανένα πρόβλημα να επιτρέψει πάσες στην αδύνατη πλευρά για δύο λόγους: η παρουσία με τρεις ή τέσσερις πλάγιους έδινε αποτελεσματική κάλυψη των αποστάσεων και το αμυντικό φίλτρο των δύο προαναφερθέντων έπαιξε με το μυαλό των όχι καθαρών σουτέρ του Ολυμπιακού.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Παπανικολάου μετρά 1/5 τρίποντα στη σειρά, παίρνοντας κατά κανόνα σκοτωμένες επιθέσεις και έχοντας περιορισμένα αγγίγματα στη μπάλα (touches), ενώ ο ο Χέιζ-Ντέιβις παίζει ποδοσφαιρικό μαν του μαν στον Βεζένκοφ, απαγορεύοντας τους πόντους με κινήσεις χωρίς τημπάλα. Ο πρώτος σκόρερ του Ολυμπιακού παραμένει τέτοιος και στα πλέι-οφ, όμως ειδικά στο δεύτερο παιχνίδι η Φενέρ κατάφερε σχετικά εύκολα να τον περιορίσει στα επτά μόλις σουτ. Το γεγονός ότι έβαλε 18 πόντους πιστώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην προσωπική του κλάση, αφού κάμποσες από τις 11/11 βολές που εκτέλεσε κερδήθηκαν περισσότερο χάρη στο μπασκετικό του ένστικτο παρά σαν παράγωγο μιας οργανωμένης επιθετικής δράσης.
Το σίγουρο είναι πως τα πλέι-οφ χρειάζονται παρόντες και όχι φαντάσματα. Ο Άλεκ Πίτερς κυκλοφορεί περίπου ως τέτοιο, μια soft και μη-μου-άπτου παρουσία σε ένα πόλεμο χαρακωμάτων. Ο Ταρίκ Μπλακ και ο Τζοέλ Μπολομπόι έχουν συνεισφέρει 4(!) ριμπάουντ σε 30 λεπτά συμμετοχής μαζί στα δύο πρώτα παιχνίδια. Ο Γιαννούλης Λαρεντζάκης έχει θέληση, όμως μοιάζει να υστερεί σε απελπιστικό βαθμό σωματικά απέναντι στο δάσος από κορμιά που φοράνε τα κίτρινα.
Ο Γιώργος Μπαρτζώκας αποφάσισε να δώσει στον Σακ Μακίσικ το τελευταίο δεκάλεπτο του χθεσινού αγώνα, πιθανότατα αναζητώντας έναν τρίτο δημιουργό με τη μπάλα δίπλα στους Γουόκαπ-Σλούκα. Ο Αμερικανός έχει προοδεύσει ξεκάθαρα στον εν λόγω ρόλο, όμως νικήθηκε κατά κράτος, παρασύρθηκε σε ανώφελη και επιζήμια κατάχρηση ντρίμπλας και εν τέλει η επιλογή γύρισε μπούμερανγκ, αφού ο Παπανικολάου θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα του ριμπάουντ που ταλαιπωρούσε όλο το βράδυ τον Ολυμπιακό. Οι βολές που χάθηκαν ήταν απλώς το κερασάκι στην τούρτα.
Στην τελική ευθεία η Φενέρ επιτέθηκε με τον ίδιο κυνικό τρόπο: ο Γκούντουριτς παίρνει την αλλαγή με τον Βεζένκοφ. Αν περάσει δημιουργεί ελεύθερο σουτ ή σκοράρει ο ίδιος και την ίδια στιγμή ο Φαλ απομένει χωρίς σημαντική βοήθεια στο ριμπάουντ, αφού όλοι πλην του Γάλλου μειονεκτούν σε σχέση με τον προσωπικό τους αντίπαλο στη διεκδίκηση. Κάπως έτσι τα δύο επιθετικά ριμπάουντ έγιναν ισάριθμα τρίποντα όταν ο Ολυμπιακός μπορούσε να σκοτώσει το ματς και το φινάλε έγινε υπόθεση λεπτομερειών.
Μιας και είπα λεπτομέρειες. Η επιλογή(;) του πάγκου να εμπιστευτεί στον Μακίσικ την τελευταία κατοχή ήταν παντελώς ακατανόητη. Ο Αμερικανός έχει περάσει ένα δεκάλεπτο φλυαρίας με τη μπάλα, έχει χάσει δύο κρίσιμες βολές λίγο πριν και γενικώς δεν έχει την ψυχολογία και το καθαρό μυαλό να πάρει τη σωστή απόφαση. Ο Σλούκας των 10 πόντων στην τελευταία περίοδο είναι στην δεξιά γωνία και δεν ακουμπάει καν τη μπάλα, ο Βεζένκοφ κλείνεται και πανικοβάλλεται με το ρολόι της επίθεσης να τον πιέζει και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Πείτε με παλιομοδίτη, αλλά όταν δεν υπάρχει τάιμ άουτ για να σχεδιαστεί κάτι, θέλω τη μπάλα στα χέρια του παίκτη με τις περισσότερες παραστάσεις και το μεγαλύτερο συμβόλαιο. Πιθανώς το αποτέλεσμα να ήταν το ίδιο, όμως όταν το παιχνίδι κρίνεται από μία κατοχή τη μπάλα την παίρνουν οι Μίτσιτς και οι Πάντερ αυτού του κόσμου, όχι οι Μπράιαντ και οι Αβράμοβιτς. Αυτό δεν αφαιρεί τίποτα από τον τρόπο του Ολυμπιακού, αυτό το θεσπέσιο μπάσκετ που του έδωσε την πρωτιά και του χάρισε την καθολική αναγνώριση. Αλλά αυτός ο τρόπος δεν σημαίνει πως όλοι είναι ίδιοι – δεν είναι.
Με τη σειρά να μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη ο Γιώργος Μπαρτζώκας και το επιτελείο του έχουν μπροστά τους μια απόφαση. Μπορούν να στηρίξουν χωρίς αστερίσκους το μπάσκετ που τους έφερε ως εδώ και να ζητήσουν την αυταπάρνηση, την συγκέντρωση και τη θέληση για την οποία μίλησε ο Γιώργος Μποζίκας όταν απάντησε σε ερώτηση για τα χαμένα ριμπάουντ. Ο δεύτερος τρόπος είναι να αναζητηθούν οι λύσεις σε επίπεδο προσαρμογών, πιθανώς και σε πράγματα που είτε έχουν δοκιμαστεί ελάχιστα (π.χ Βεζένκοφ στο «3») είτε θα τολμηθούν για πρώτη φορά. Η φιλοσοφία του προπονητή, χωρίς να αποκλείει τις μικρές προσαρμογές, προβλέπει το πρώτο: δεν είναι τυχαίο ότι στάθηκε ιδιαίτερα στον τρόπο που η δεύτερη πεντάδα δεν διαχειρίστηκε με τον προσήκοντα τρόπο την διαφορά και το +14 του δεκαλέπτου έκανε φτερά, βγαίνοντας σε επίπεδο νοοτροπίας από τον «τρόπο Ολυμπιακού».
Αν είναι μόνο ένα πράγμα που αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας στους ερυθρόλευκους, δεν είναι παρά ο χαρακτήρας που αυτή η ομάδα έδειξε για έξι μήνες. Ο Ολυμπιακός έκανε ήττες, αλλά όχι αγωνιστική «κοιλιά» που διήρκησε τόσο πολύ που έγινε διακριτή και χτύπησε στο μάτι. Όταν έχασε από τη Βιλερμπάν και τον Αστέρα σε μία εβδομάδα τον Δεκέμβρη, πήρε φόρα και απάντησε με +24 στο Ο.Α.Κ.Α. Όταν έχασε στο Πριγκηπάτο από τη Μόνακό απάντησε με πέντε σερί νίκες επί των Βίρτους, Ρεάλ, Μακάμπι, Φενέρ, Εφές. Όταν διαλύθηκε από την Αρμάνι, κέρδισε τη Μπάρσα.
Δεν έχω ιδέα αν οι ερυθρόλευκοι θα γυρίσουν με μία, δύο ή καμία νίκη από την ανατολική όχθη της Πόλης. Θα στοιχημάτιζα πάντως ένα γερό ποσό πως δεν πρόκειται να φύγουν από εκεί πριν δώσουν δύο σκληρές μάχες.