Ο νέος σταρ του Παναθηναϊκού δεν έχει ξεκινήσει όπως περίμενε. Αλλά ο χαρακτήρας του δεν θα τον αφήσει να ψάξει δικαιολογίες. Γράφει ο Χρήστος Καούρης.

«Δεν θα ξαναγίνει να έχει ο Γκριγκόνις 0/9 σουτ». Αυτή ήταν μία από τις κουβέντες που κυριάρχησαν μετά τον τελικό του Σούπερ Καπ στη Ρόδο, όπου ο Λιθουανός έβλεπε το καλάθι σκεπασμένο με καπάκι. Ο ευσεβής πόθος είχε φυσικά βάση, αφού ο 28χρονος είναι αποδεδειγμένα καλός σκόρερ, όμως δεν απαντούσε στο κύριο ερώτημα. Τώρα που συνέχισε με 2/14 σουτ, εκ των οποίων 1/9 τρίποντα, είναι ώρα να τεθεί.

Γιατί δυσκολεύεται ο Γκριγκόνις; Και κυρίως, γιατί είναι φυσιολογικό να δυσκολεύεται;

Για αρχή, έχει συμπληρώσει έναν χρόνο χωρίς σταθερό αγωνιστικό ρυθμό. Τέτοια εποχή πέρσι ήταν ένα ακόμη λαμπερό απόκτημα της ΤΣΣΚΑ, είχε κάνει το βήμα από το Κάουνας στη Μόσχα και προς την ελίτ της Ευρωλίγκας, ωστόσο τα πράγματα πήγαν τελείως ανάποδα. Ταλαιπωρήθηκε για καιρό από τραυματισμούς, φυσιολογικά κλήθηκε να διαφοροποιήσει τον τρόπο παιχνιδιού του σε σχέση με τη Ζάλγκιρις και συνολικά δεν ένιωσε ποτέ την αυτοπεποίθηση που είχε συνηθίσει στη γενέτειρά του. Όταν κατάφερε να μείνει υγιής, προς το ξεκίνημα του 2022, ο πόλεμος σταμάτησε τα πάντα και η σεζόν του τελείωσε από τον Μάρτιο.

Φυσιολογικά η προετοιμασία της εθνικής Λιθουανίας για το Ευρωμπάσκετ τον βρήκε ανέτοιμο και χωρίς αγωνιστικό ρυθμό. Οι εμφανίσεις του στα φιλικά ήταν μέτριες καθώς ο ξανθομάλλης γκαρντ δεν έβρισκε τρόπο να αφήσει το παιχνίδι να έρθει σε αυτόν, όμως με το ξεκίνημα της διοργάνωσης θύμισε ξανά τον παλιό, καλό Γκριγκόνις της Ζάλγκιρις.

Ο αποκλεισμός της Λιθουανίας από την Ισπανία τον έφερε νωρίτερα στην Ελλάδα από ότι θα ήθελε και μετά από την απαραίτητη ολιγοήμερη ξεκούραση έφτασε στην Αθήνα με το ξεκίνημα της σεζόν να απέχει μία εβδομάδα. Έπαιξε στο Σούπερ Καπ με ελάχιστες προπονήσεις και ήταν ψάρι έξω από το νερό – ειδικά από τη στιγμή που συναισθάνθηκε πως αυτός πρέπει να ξεκολλήσει την ομάδα του όταν βαλτώνει στην επίθεση – αυτή είναι η δουλειά του. Μπορεί να είναι επαγγελματίας και να έχει το ποιοτικό πακέτο για να γίνει ο alpha dog στον Παναθηναϊκό, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα χρειαστεί τον μίνιμουμ χρόνο προσαρμογής προκειμένου να νιώσει άνετα τόσο στην πόλη όσο και στην ομάδα.

Μιλώντας με ανθρώπους που τον ξέρουν καλά στη Λιθουανία αποπειράθηκα να σκιαγραφήσω το προφίλ του. Μου μίλησαν για έναν παίκτη με τον εγωισμό που έχουν οι σταρ: αυτόν που παίρνει προσωπικά την αποτυχία που δεν κρύβεται από την ευθύνη, που σιχαίνεται να χάνει και δεν έχει κανένα θέμα να πάρει στην πλάτη όλο το βάρος της ήττας. Είναι ο τύπος που θα ακουστεί στα αποδυτήρια και θα επιδιώξει το ρόλο του ηγέτη: στη Ζάλγκιρις το έκανε την ώρα που στην ομάδα ήταν ακόμα εμβληματικές μορφές όπως ο Παούλιους Γιανκούνας. Στο παρκέ είναι ανταγωνιστικός και trash talker, από αυτούς που θα προσπαθήσουν αν επιβληθούν στον αντίπαλο τόσο σωματικά όσο και πνευματικά.

Δεν ανακαλύπτει κανείς τον τροχό λέγοντας πως ο Γκριγκόνις δεν είναι σουτέρ – είναι σκόρερ. «Μα, έχει ποσοστό καριέρας 43% στα τρίποντα», είναι η απάντηση. Πράγματι, όμως η εμπιστοσύνη στο σουτ ήταν κάτι που μεγάλωσε με την ηλικία και την αυτοπεποίθηση. Δεν είναι τυχαίο πως την πρώτη του χρονιά στη Ζάλγκιρις (18-19) σούταρε 2.26 τρίποντα ανά αγώνα, αριθμός που εκτοξεύτηκε στα 4.7 (!) την τελευταία του χρονιά (20-21), ως κύριος pick n roll παίκτης του Σίλερ. Ειδικά παίζοντας ως «2», τα 198 εκατοστά και η τεχνική που διαθέτει του επιτρέπουν να τελειώνει φάσεις τόσο στη στεφάνη όσο και σε μέση απόσταση, συχνά δε χρειάζεται να ζεσταθεί έτσι προκειμένου να λειτουργήσει το μακρινό παιχνίδι του.

Επιπλέον, η μηχανική του σουτ δεν λέει ψέματα: θυμηθείτε τον Κάρολ, τον Λοτζέσκι, παλιότερα τον Λάνγκντον, τον Κούριτς και τον Μιλάκνις στα τωρινά δεδομένα. Ο Γκριγκόνις είναι ένας ολότελα διαφορετικός παίκτης, παραπάνω από ικανός να τρέξει pick n roll, να απειλήσει από κάθε απόσταση και να εκτελέσει σωστά υπό πίεση απέναντι σε κοντύτερους γκαρντ αφού βάλει τη μπάλα στο παρκέ.

Το σημαντικό όμως για το νέο απόκτημα του Παναθηναϊκού είναι πως πρόκειται για τον τύπο του παίκτη που έχει εκείνο τον συνδυασμό του εγωισμού που συνορεύει με την αλαζονεία, την απαραίτητη για έναν παίκτη που νιώθει το ρόλο του πρωταγωνιστή σαν δεύτερο δέρμα του. «Δεν είναι αυτός ο οποίος δεν θα χολοσκάσει μετά από ένα κακό παιχνίδι ή μια ήττα», μου έλεγε άνθρωπος που τον ξέρει καλά. «Σέβεται την φανέλα που φοράει, παίρνει την ήττα προσωπικά και θέλει όσο τίποτα να πετύχει».

Απλά, όπως και ο υπόλοιπος Παναθηναϊκός, χρειάζεται χρόνο.

ΥΓ. Για το παιχνίδι τα έγραψε ο Καρύδας εδώ.