Ο Χρήστος Καούρης γράφει για το νέο απόκτημα των ερυθρόλευκων.

Γεννήθηκε στο εμπόλεμο αυτή την περίοδο Ντονέτσκ της Ουκρανίας από Κονγκολέζο πατέρα και Ρωσίδα μητέρα με καταγωγή από το Ταταρστάν. Η οικογένεια μετακόμισε στο Τέξας όταν ο μικρός Τζοέλ Μπολομπόι ήταν μόλις τριών ετών, πολύ μικρός για να έχει οποιαδήποτε μνήμη από την γενέτειρα χώρα του. Φοίτησε για τέσσερα χρόνια στο Weber State της Γιούτα, έγινε ντραφτ στο Νο.52, πέρασε ένα χρόνο στους Τζαζ και άλλο έναν στο πλευρό του Γιάννη Αντετοκούνμπο στους Μπακς παίζοντας 18 παιχνίδια σε δύο χρόνια και ξεκίνησε την περιπλάνηση του στην Ευρώπη. Η ΤΣΣΚΑ ήταν ο λογικός προορισμός χάρη στο ρωσικό διαβατήριο του. Τώρα είναι ο Ολυμπιακός.

Γιατί λοιπόν τον Μπολομπόι; Ποια είναι στα στοιχεία που είδε σε αυτόν ο Γιώργος Μπαρτζώκας και τον έχρισε παρτενέρ του Φαλ στους ερυθρόλευκους;

Πρώτο και κυρίαρχο, η αθλητικότητα. Ο Ολυμπιακός πέρσι είχε το απαιτούμενο μέγεθος προκειμένου να είναι αποτελεσματικός στην άμυνα, ειδικά στο βασικό σχήμα, όταν ο Γουόκαπ συνόδευε την τριάδα Παπανικολάου-Βεζένκοφ-Φαλ. Αυτό που ούτε οι πρώτοι πέντε, ούτε κανείς από τον πάγκο μπορούσε να φέρει αξιόπιστα στο παρκέ ήταν καθαρή, ωμή αθλητικότητα στη φροντ λάιν. Ο μοναδικός που είχε τα προσόντα να το κάνει, ο Λιβιό Ζαν-Σαρλ, ήταν παρών – απών τη δεύτερη σεζόν του.

Ο Βεζένκοφ βελτιώθηκε θεαματικά στον τομέα των ριμπάουντ, κυρίως όμως χάρη στην αίσθηση του παιχνιδιού και το μπασκετικό του I.Q και πολύ λιγότερο λόγω φυσικών προσόντων. Ο Φαλ είναι τέρας δύναμης και μακρύς σαν δέντρο, ανταποκρίθηκε θεαματικά καλά σε άμυνα με αλλαγές, όμως επιθετικά δεν έχει παιχνίδι πάνω από τη στεφάνη, ούτε την ταχύτητα για να ακολουθήσει σε transition ρυθμό. Συν τοις άλλοις, η κυριαρχική του παρουσία στο ζωγραφιστό μπορεί να έδινε πάμπολλες επιλογές χάρη στην καλή του πάσα, όμως την ίδια στιγμή γέμιζε τη ρακέτα και σχεδόν απαγόρευε διεισδύσεις από τους υπόλοιπους.

Ο Μπολομπόι είναι 2.05 με άνοιγμα χεριών 2.15, τρέχει το γήπεδο σαν φόργουορντ και ζει για να τελειώνει φάσεις πάνω από τη στεφάνη. Είναι συμπαγής ριμπάουντερ στο αμυντικό κομμάτι, κίνδυνος για τον αντίπαλο στο επιθετικό ριμπάουντ και ικανός στην άμυνα με αλλαγές, σε καμία περίπτωση όμως elite τύπου Σίνγκλτον. Στα τέσσερα χρόνια που πέρασε στη Μόσχα έδειξε σημάδια προόδου τόσο σε επίπεδο τακτικής αντίληψης όσο και σε προσωπικό ρεπερτόριο, λειτουργώντας συχνά σαν stretch 5 που άνοιγε το γήπεδο για τα drives των Τζέιμς και Κλάιμπερν (κυρίως). Δεν έχει βέβαια καμία σχέση με την πάσα: 9/10 φορές που θα πάρει τη μπάλα κοντά στο καλάθι θα κοιτάξει να τελειώσει τη φάση – είχε 39 ασίστ σε 103 παιχνίδια (μ.ο 0.4).

Αν υποτεθεί ότι η μεταγραφή του Άλεκ Πίτερς είναι ζήτημα ημερών να ανακοινωθεί, ο Ολυμπιακός βάζει στη σύνθεση του έναν pnr ψηλό που αρέσκεται να βουτά σαν καμικάζι και να υποδέχεται λόμπες – ένα στοιχείο που θα δώσει στον Σλούκα την επιλογή που δεν είχε για μία διετία. Είναι χειρότερος τεχνικά από τον Χασάν Μάρτιν σε ό,τι αφορά τα τελειώματα του γύρω από τη στεφάνη, όμως η αμυντική του αξιοπιστία τον φέρνει, στα χαρτιά τουλάχιστον, τουλάχιστον ένα βήμα μπροστά στο +/- σε σχέση με τον Αμερικανό προκάτοχό του.

Με Πίτερς και Μπολομπόι στο second unit ο Ολυμπιακός θα είναι σε θέση να αυξήσει το τέμπο και να δώσει επιλογές στον Σλούκα, αυτές που ο διεθνής πλέι-μέικερ αδυνατούσε συχνά να βρει χωρίς κλασικό σουτέρ (Μακίσικ, Λαρεντζάκης, Πρίντεζης/Ζαν-Σαρλ, Μάρτιν). Συν τοις άλλοις θεωρητικά προσδίδει ασφάλεια στον τομέα των ριμπάουντ, πράγμα που αποτέλεσε αχίλλειο πτέρνα τόσο του Μάρτιν (3.0 ριμπάουντ πέρσι, 1.7 αμυντικά ανά 14:08). Χωρίς την πλειάδα των σούπερσταρ που τον μετέτρεπε αυτόματα σε συμπλήρωμα πολυτελείας 1.4 εκατ. ευρώ το χρόνο, ο Μπολομπόι θα δει τη μπάλα να ακουμπά περισσότερο στα χέρια του και τις ευθύνες του να μεγαλώνουν: το ζήτημα είναι αν θα καταφέρει να ανταποκριθεί.