Τρία τέταρτα της ώρας μας χάρισαν ο Γιάννης και ο Θανάσης στην αίθουσα συνεντεύξεων τύπου του αεροδρομίου. Μπήκαν μέσα κουβαλώντας χρυσό κι ασήμι, τα τρόπαια του πρωταθλητή του ΝΒΑ και του πολυτιμότερου των τελικών, βαριά σε πραγματικό και ειδικό βάρος, λάφυρα του πορτοκαλί πολέμου. «Παιδιά, για μένα είναι δύο το πρωί τώρα, παρακαλώ δύο ερωτήσεις εγώ και είκοσι ο Θανάσης», είπε ο Γιάννης και φοβήθηκα πως το εννοούσε. Έπιασαν να ξετυλίγουν το κουβάρι των σκέψεων τους με αφετηρία τις ερωτήσεις μας και να στοχεύουν στο στόχο με κάθε κουβέντα.
Ο Γιάννης βάλθηκε να δίνει αθέλητη παράσταση, πως κατακτά κανείς το μέτρο, πως είναι ένας άνθρωπος που έχει μέσα του ησυχία και γαλήνη. Να μας περιγράφει πως ακόμα δεν το πιστεύει πως είναι πρωταθλητής, πως αυτό το συναίσθημα είναι σύντομο και εθιστικό, σαν οργασμός που θέλεις να ξαναζήσεις. Δυο κουβέντες αργότερα, ξεκαθάριζε πως η χαρά της γέννησης ενός παιδιού δεν συγκρίνεται με όλα τα τρόπαια του κόσμου. Πως αύριο το πρωί έχει προπόνηση, γιατί έτσι. Πως καλές και χρυσές οι βολές και ο Λεμπρόν και ο Χάρντεν, αλλά τα ιδιωτικό σχολείο που μπορεί να στέλνει την οικογένεια του είναι τριπλ νταμπλ κάθε μέρα.
Κάθε του κουβέντα έμοιαζε μετρημένη με το υποδεκάμετρο, τόσο αυτό, τόσο από εκείνο. «Δεν με ενδιαφέρει να είμαι το πρόσωπο του ΝΒΑ», το έλεγε λες και ήθελε να διώξει ένα μπελά από πάνω του. «Εγώ θέλω να δουλεύω σκληρά, να κερδίζω αγώνες και να επιστρέφω στην οικογένειά μου. Δεν είμαι εγώ αυτό». Τίποτα δεν έβγαζε περισσότερο νόημα από αυτό. Όμως από πού κι ως που είναι κανείς απρόσβλητος στη ματαιοδοξία, με τη φτέρνα μονίμως δεμένη στο χώμα, σαν τέλεια ειρωνεία στον τρόπο παιχνιδιου του; Πως συνταιριάζει κανείς την ταπεινότητα και την φιλοδοξία στο μονοπάτι του πρωταθλητισμού, εκεί όπου η απαιτούμενη αυτοπεποίθηση συνορεύει με τον εγωισμό και τη μονομανία;
Δίπλα του ο Θανάσης, να εναλλάσσονται οι δυο τους και να αλληλοσυμπληρώνονται όπως μόνο οι αδελφοί και οι αδελφόποιτοι μπορούν. Να ζητά συγγνώμη σε πρώτο πληθυντικό για τις αξεπέραστες δυσκολίες που πέρασε ο Θοδωρής Ιακωβίδης, συμμέτοχος στην ευθύνη κι ας μην επρόκειτο να του το ζήταγε ποτέ κανείς. «Αυτά τα βάρη δεν πρέπει να τα σηκώνει μόνος του», κουβέντες που σε βρίσκουν στο δόξα πατρί, ούτε λίγες, ούτε πολλές. Ούτε υπόνοια για τις παραλείψεις της πολιτείας, από αυτές που ο ίδιος και τα αδέλφια του έχουν βιώσει στο πετσί τους. Μόνο ενεργοί και συμμέτοχοι στη λύση, «μιλήσαμε, θα κάνουμε κάτι», να νιώθουν άβολα και να μη θέλουν να επεκταθούν.
Κράτησα την ερώτηση μου για το τέλος, τους άκουγα και περίμενα, κάπου να τους πιάσω, μισή στραβοτιμονιά, είχα σχεδόν εκνευριστεί όπως κάθε φορά που κάτι μου φαίνεται απόκοσμο. Δεν βρήκα, στο τέλος ρώτησα αυτό που ήθελα χρόνια. Που είναι εκείνος ο θυμός που κληρονομεί αναπόφευκτα κάθε προσφυγόπουλο που γνώρισε ανασφάλεια, φόβο, ρατσισμό, πείνα; Εκείνο το συναίσθημα που σε εμένα είναι άγνωστο και μόνο θεωρητικά προσβάσιμο, αυτό που περνά αλώβητο από τον ηθμό της λογικής και φωλιάζει σε εκείνα τα θαρρείς αρχέγονα παιδικά κύτταρα της ψυχής; Οι Αντετοκούνμπο δεν είναι οι μόνοι που βρήκαν στον αθλητισμό ένα εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή, όμως τα παραδείγματα ανθρώπων που έχασαν την πυξίδα τους στην πορεία είναι τουλάχιστον ισόποσα με αυτούς που ισορρόπησαν. Πως γίνεται, διάολε, τούτους να τους βλέπω μονίμως θετικούς και ευγνώμονες, αλχημιστές θαρρείς με τη φιλοσοφική λίθο που μετατρέπει το μίσος σε σεβασμό και ευπρέπεια;
Ο Θανάσης έκανε ένα νεύμα την ώρα της διατύπωσης: ήξερε ακριβώς για τι του μιλούσα. Έπειτα έριξε το βλέμμα στην Κυρία που καθόταν απέναντι του, την μητέρα Βερόνικα. «Εξαιτίας τους», μου απάντησε, προσμετρώντας και τον αείμνηστο Τσαρλς. «Αφού αυτοί δεν έχαναν το χαμόγελο τους και δεν θύμωναν με ό,τι περνούσαν, δεν θυμώνουμε και εμείς». Στο μυαλό μου αναβόσβησε η μικρή μου κόρη και η δική μου ευθύνη. Γύρισα και κοίταξα την μαμά Αντετοκούνμπο: τα πρότυπα δεν είναι προνόμιο των πιτσιρικάδων.
Στο τέλος της ημέρας, ξεχάστε τη σωματοδομή, τα σεληνιακά βήματα, τα βραβεία MVP, το πρωτάθλημα. Να τα έχεις όλα τακτοποιημένα μέσα σου από τα 26, φτώχια και πλούτο, ταπεινότητα και περηφάνια, μετριοφροσύνη και φιλοδοξία, τα απαραίτητα και τα περιττά. Ο Γιάννης είναι πρώτα freak της ζωής.