Στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία πραγματοποίησε στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, σε απάντηση στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου που είχε οργανωθεί από την ελληνική χούντα με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Η εισβολή, με την κωδική ονομασία «Αττίλας», ξεκίνησε με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις στις ακτές της Κερύνειας.

Η τουρκική επιχείρηση δικαιολογήθηκε ως «ειρηνευτική επέμβαση» για την προστασία των Τουρκοκυπρίων και την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Ωστόσο, η εισβολή έγινε χωρίς τη συγκατάθεση των Ηνωμένων Εθνών, παραβιάζοντας τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο.

Η εισβολή προκάλεσε πανικό και σύγχυση στον κυπριακό λαό, ενώ οι μάχες συνεχίστηκαν για αρκετές ημέρες, αφήνοντας πίσω τους καταστροφές και θύματα.

Μετά την πρώτη φάση της επιχείρησης, η Τουρκία κατέλαβε το 3% του κυπριακού εδάφους. Ωστόσο, η κατάπαυση του πυρός δεν διήρκησε πολύ. Στις 14 Αυγούστου 1974, η Τουρκία εξαπέλυσε δεύτερη επιχείρηση, καταλαμβάνοντας συνολικά το 37% του νησιού. Η δεύτερη φάση της εισβολής επέφερε εκτεταμένες καταστροφές και μεγάλες απώλειες ζωών, καθώς και μαζικές εκτοπίσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Η τουρκική εισβολή είχε ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», η οποία αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία. Η διεθνής κοινότητα καταδίκασε την εισβολή και κάλεσε την Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματά της, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα χωρίς ουσιαστική πρόοδο.

Οι συνέπειες της τουρκικής εισβολής παραμένουν αισθητές μέχρι σήμερα. Οι πρόσφυγες που δημιουργήθηκαν από την εισβολή, κυρίως Ελληνοκύπριοι, δεν μπόρεσαν ποτέ να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ενώ η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη με τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός, γνωστή ως «Πράσινη Γραμμή», να χωρίζει το νησί σε δύο ζώνες.

Η τουρκική εισβολή του 1974 είναι ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, χιλιάδες εκτοπίστηκαν, και το νησί παραμένει διαιρεμένο, με τις πληγές της εισβολής να μην έχουν επουλωθεί ακόμα.