Τρεις ταινίες έχουν μέχρι στιγμής συγκλονίσει το κοινό του 69ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Για πολύ διαφορετικούς λόγους η κάθε μία.
Ο παγωμένος καιρός και το ψιλόβροχο που κυριαρχεί αυτές τις μέρες στο Βερολίνο έχει βοηθήσει το καταφύγιο στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Εχοντας διανύσει το πρώτο μισό του 69ης Berlinale, σας παρουσιάζουμε τις ταινίες που, μέχρι στιγμής, έχουν συζητηθεί περισσότερο από όλες.
Ο Φατίχ Ακίν κάνει μία σαδιστικά βίαιη ταινία και αηδιάζει το κοινό
«Το Χρυσό Γάντι» είναι η νέα ταινία του, πολυαγαπημένου στο ελληνικό κοινό, Φατίχ Ακίν («Μαζί ή Τίποτα», «Η Μαχαιριά», «Ο Παράδεισος Δεν Είναι Εδώ», «Μαζί Ποτέ»). Ο τουρκικής καταγωγής Γερμανός σκηνοθέτης θέλησε να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το best seller βιβλίο έρευνας του δημοσιογράφου Χάινς Στρανκ, πάνω στον Φριτς Χόνκα, τον serial killer που είχε συγκλονίσει την 70ς κοινωνία του Αμβούργου με μία σειρά δολοφονιών γυναικών.
Ο Ακίν, από την πρώτη κιόλας σκηνή, έδειξε τις προθέσεις του: ωμή, σαδιστική, ηδονοβλεπτικά βίαιη αναπαράσταση των βιασμών και των φόνων. Αηδιαστικά κοντινά στα ταλαιπωρημένα κορμιά των απόκληρων γυναικών, μία καρικατουρίστικη προβολή του δολοφόνου, σε στιγμές μακάβριο χιούμορ. Μία ταινία που μποχάρει με σιχαμένες εικόνες σήψης κι αποσύνθεσης – κυριολεκτικής και συμβολικής.
Ο διεθνής Τύπος καταδίκασε την επιλογή του Ακίν να δείξει έτσι το θέμα του. Τον χαρακτήρισαν κενό, αμοραλιστή, σαδιστή στις κριτικές τους. Πολλοί δημοσιογράφοι αποχώρησαν από την προβολή της ταινίας. Αλλοι προσπάθησαν να τον συγκρίνουν με τον Λαρς φον Τρίερ, τον Γκασπάρ Νοέ ή τον Μίκαελ Χάνεκε, αλλά καμία σύγκριση δεν ευσταθούσε. Μπορούμε να δεχτούμε την τόλμη ενός δημιουργού, τον πειραματισμό του με τα όρια, αλλά κι εκείνος με τη σειρά του οφείλει να έχει κάτι να μας πει. Πέρα από το σοκ και την ανατριχίλα, κάτω από τις στρώσεις επιτηδευμένης σαπίλας πρέπει υπάρχει νόημα, ουσία, πραγματικός λόγος που γύρισε το στομάχι μας.
Στο «Χρυσό Γάντι», εκτός από την εφιαλτική αναπαράσταση των γεγονότων δεν υπάρχει τίποτα. Κανένα ψυχολογικό βάθος, καμία ουσιαστική πληροφόρηση, κανένας ευφυής προβληματισμός, κανένας ώριμος διάλογος.
Υπάρχει βέβαια μεγάλη περίπτωση η Berlinale, για να κρατήσει τις ισορροπίες με έναν από τους εθνικούς της σκηνοθέτες, να δώσει το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στον 23χρονο πρωταγωνιστή του, Γιόνας Ντάσλερ.
Η Καθολική Εκκλησία της Γαλλίας προσπαθεί να σταματήσει τον Φρανσουά Οζόν!
To «Grâce à Dieu» («Η Χάρη του Θεού») του Φρανσουά Οζόν είναι κι αυτή μία ταινία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Κι έχει προκαλέσει θύελλες στην επίσημη Καθολική Εκκλησία της Γαλλίας, η οποία απάντησε δικαστικά και προσπαθεί να μπλοκάρει την έξοδό της στις αίθουσες.
Βλέπετε, ο Οζόν αποφάσισε να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη ένα μεγάλο σκάνδαλο. Την ιστορία ενός παιδεραστή ιερέα της εκκλησίας της Λιόν, ο οποίος στη δεκαετία του 80 είχε κακοποιήσει σεξουαλικά (και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και βιάσει) πάνω από 60 μικρά αγοράκια και την σιωπηρή συνενοχή του αρχιεπισκόπου Φιλίπ Μπαρμπαρίν, ο οποίος αν και γνώριζε τα γεγονότα δεν έκανε σχεδόν τίποτα για να τα εμποδίσει.
Ακολουθώντας τις ιστορίες τεσσάρων ανδρών (από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις ο καθένας) οι οποίοι αποφάσισαν (30 χρόνια μετά τα συμβάντα) να καταθέσουν, να αποκαλύψουν το σκάνδαλο, να μηνύσουν την Εκκλησία και να βρουν λύτρωση στα παιδικά τους τραύματα, ο Οζόν καταγράφει τα γεγονότα δίχως κανέναν περιττό μελοδραματισμό, με σεβασμό στο θέμα του, προσοχή στις λεπτομέρειες και ακρίβεια στην ξεκάθαρα πολιτική αιχμή της αληθινή ιστορίας που φυσικά έχει πολύ μεγαλύτερη ηχώ από αυτήν μιας μεμονωμένης περίπτωσης ενός προβληματικού ιερέα.
Οταν τον ρωτήσαμε αν πιστεύει ότι η Εκκλησία θα καταφέρει να φιμώσει το σινεμά, εκείνος χαμογέλασε. «Εχω εμπιστοσύνη στη γαλλική δικαιοσύνη».
Ο μικρός αδελφός του Μπεν Αφλεκ μάς συγκίνησε με ένα κινηματογραφικό διαμαντάκι!
Ο Κέισι Αφλεκ, ο μικρός αδελφός του Μπεν κι ο οσκαρικός πρωταγωνιστής του «Manchester by the Sea» έφερε στη Berlinale την νέα του σκηνοθετική απόπειρα. Κι όμως το «Light of my Life» δεν είναι στο διαγωνιστικό τμήμα, αλλά στο Πανόραμα. Αν ήταν, θα άξιζε τη Χρυσή Αρκτο.
Πατώντας πάνω στους κανόνες μίας ταινίας επιστημονικής φαντασίας ή μίας δυστοπικής παραβολής για το τέλος του κόσμου, ο Αφλεκ δανείζεται στοιχεία από το «The Road» του Τζον Χίλκοουτ, του πρόσφατου «Ησυχου Μέρους» του Τζον Κραζίνσκι, του «Leave no Trace» της Ντέμπρα Γκράνικ (που θα απολαύσουμε τον Μάρτιο στα κανάλια novacinema) ή ακόμη και του «The Handmaid’s Tale», για να κάνει μία ωδή στη γυναίκα.
Κι αυτό γιατί η ιστορία του «Light of my Life» μάς θέλει να ζούμε σ’ έναν κόσμο που οι γυναίκες εξαφανίστηκαν μετά από έναν ανεξήγητο ιό. Οσες ελάχιστες επιβίωσαν ζουν κρυμμένες σε καταφύγια, καθώς οι άντρες έχουν αγριέψει και θέλουν να τις μεταχειριστούν για απογόνους. Ενας πατέρας ζει τα τελευταία 7 χρόνια με το 11χρονο κοριτσάκι του κρυμμένος στα δάση της Αμερικής. Το έχει κουρέψει και μασκαρέψει σε αγόρι. Του έχει μάθει να επιβιώνει. Ζει για να το προστατεύει σ’ έναν άγριο, αφιλόξενο κόσμο.
Ο Αφλεκ συγκινεί βαθιά με ένα φιλμικό ποίημα. Στην ουσία οικοδομεί το δικό του λυρισμό των εννοιών «τέλος του κόσμου», «δυστοπία», «επιβίωση», «αγάπη». Οσο εξελίσσεται η πλοκή, τόσο βαθαίνει το υπαρξιακό βάρος της ταινίας και η καθαρόαιμη συγκίνησή της.
Σε αυτή τη μικρή ηρωίδα, σε αυτό το κοριτσάκι, είδαμε ξανά πώς θέλουμε να πέφτει το βλέμμα στη γυναίκα – εντός κι εκτός οθόνης.