Ο Ιωάννης Ν. Κυριαζής εντάσσεται ποιητικά στην "αθέατη" γενιά του '90. Χωρίς πυκνή διαρκή παρουσία, μακριά από τις εκδηλώσεις, κινείται ήσυχα και απόμακρα, όπως άλλωστε αποκαλύπτει εκθέτει συχνά ως προβληματισμούς και στην ποιητική του. Μέλος μιας γενιάς που εμφανίζεται στο "τέλος της ιστορίας", σε μία εποχή περίεργης αισιοδοξίας και υπερκατανάλωσης, στρέφει το βλέμμα του στη...

Ο Ιωάννης Ν. Κυριαζής εντάσσεται ποιητικά στην “αθέατη” γενιά του ’90. Χωρίς πυκνή διαρκή παρουσία, μακριά από τις εκδηλώσεις, κινείται ήσυχα και απόμακρα, όπως άλλωστε αποκαλύπτει εκθέτει συχνά ως προβληματισμούς και στην ποιητική του. Μέλος μιας γενιάς που εμφανίζεται στο “τέλος της ιστορίας”, σε μία εποχή περίεργης αισιοδοξίας και υπερκατανάλωσης, στρέφει το βλέμμα του στη διαχείριση των λέξεων και τον Άνθρωπο ( βλ. συνολικό τόμο «χρονοθύελλα, ποιήματα 1992-2011», 2012).

Με οξύ κριτικό μάτι παρατηρεί μία κοινωνία που παρακμάζει, αναδεικνύοντας ότι η ποίηση δεν είναι καταφύγιο, αλλά καθρέφτης της κοινωνίας. Γιατί τελικά ο ποιητής δεν είναι το αλλοτριωμένο υποκείμενο του Loukacs, αλλά ο εκφραστής της κοινωνικής του τάξης όπως το είδε ο Goldmann. Με τον καιρό η ποιητική του σταθεροποιείται σε συγκεκριμένους άξονες, κινητήριος δύναμη των οποίων αναδεικνύεται συνήθως η ποιητική ειρωνεία, είτε μέσα από την παρωδία και τη διακειμενικότητα είτε ως δηκτικός σαρκασμός.

Η παρωδία είναι μία μορφή λογοτεχνικής συνέχειας. Συνδιαλέγεται με τη διακειμενικότητα ως ένας κύριος τρόπος αυτοαναφορικότητας (Hucheon). Αποτελεί μια πνευματώδη σύνθεση στην οποία η ελεγχόμενη παρόρμηση μέσα από την επανάχρηση του ύφους ή θέματος επανεκτιμά το πρωτότυπο (M. Rose). Το αρχικό κείμενο επαναπροσδιορίζεται μέσα από τη νέα χρήση του, λειτουργώντας ως σύμβολο. Ο ποιητής έρχεται σε μία δημιουργική προσέγγιση με την παράδοση αποκωδικοποιώντας τους συμβολισμούς μέσα στο νέο ύφος και τον σύγχρονο προβληματισμό. Αξιοποιεί μύθους και λέξεις μέσα στο πνεύμα του στιχουργικού του προβληματισμού και επαναπροσδιορίζει το περιεχόμενό τους.

Ξεχωριστή θέση στους μηχανισμούς της ειρωνείας του Κυριαζή κατέχει και η διακειμενικότητα. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι ποιητική σύνθεση «η παραφορά του Ερωταφίου» (Κονιδάρης 2008), αν και στοιχεία διακειμενικότητας εντοπίζονται σε όλο του το έργο. Η συγκεκριμένη σύνθεση του Κυριαζή τρέφεται από τις σάρκες της εκκλησιαστικής λογοτεχνίας. Αξιοποιεί την παράδοση των λατρευτικών κειμένων δημιουργώντας νέα διακείμενα για την αγάπη και τον έρωτα. Το θρησκευτικό στοιχείο προσφέρει ένα πλούσιο υλικό με έντονο για το κοινό. Λειτουργεί ως σύμβολο και ταυτόχρονα φέρνει σε διάλογο τα δύο κειμενικά είδη διατηρώντας χαρακτηριστικά παρωδίας. Η συσχέτιση και η αντιπαραβολή της ποιητικής σύνθεσης προς την κειμενική παράδοση, συνδιαμορφώνει και τον έντονα λυρικό στίχο. Πλούσιες εικόνες, ανοιξιάτικες, διανθίζουν τη στιχουργική του. Η δραματική δομή ενισχύει τον λυρισμό της σύνθεσης και την φέρνει σε άμεσο διάλογο με την ορθόδοξη υμνολογία. Η διαλογικότητα αυτή δοκιμάζει την ανταπόκριση του αναγνώστη, καθώς εμπλέκεται στην ερμηνεία. Εξάλλου, «η ερμηνεία ως διάλογος είναι η μόνη που μας επιτρέπει να ξαναβρούμε την ανθρώπινη ελευθερία» (Bakhtine).

Η ποιητική του Κυριαζή χειραφετεί τον αναγνώστη από τον δογματισμό. Απεμπλέκει τον αναγνώστη από τον “ορθόδοξο” τρόπο σκέψης και επιχειρεί να κάμψει τα έτοιμα σχήματα∙ ενεργοποιεί συγκεκριμένες και εύληπτες από τον αναγνώστη αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, μέσα από τις οποίες γίνεται αντιληπτή η θέαση του κοινωνικού κόσμου. «Το κείμενο δεν αποτυπώνει πια μονοσήμαντα μία πραγματικότητα, αλλά ενεργεί στη φαντασία του αναγνώστη» (Iser). Έτσι η διακειμενικότητα στην ποίηση του Κυριαζή γίνεται ένα μέσο, ένας μηχανισμός, με τον οποίο ο ποιητής ανανεώνει τη λογοτεχνία με έμμεσο στοχασμό πάνω στην ίδια «αποκαλύπτοντας έμμεσα τις αντιφάσεις της πραγματικότητας» (Adorno).

Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr