Η «έρημη χώρα» του Έλιοτ αποτελεί ένα μνημειώδες έργο και μέρος πια του λογοτεχνικού κανόνα. Πρόκειται για μία σύνθεση της οποίας η αξία διαφαίνεται και μόνο από το πλήθος των μεταφραστικών και ερμηνευτικών εργασιών που έχουν εκδοθεί ή δημοσιευθεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες. Το έργο, άλλωστε, αποτελεί το κορυφαίο μανιφέστο του μοντερνισμού με βαθιές ρίζες στην παράδοση. Ο Έλιοτ ο ίδιος είναι ένα χωνευτήρι του μοντερνισμού∙ συμπιέζει, αφαιρεί, μειώνει. Ο Έζρα Πάουντ είδε την «Έρημη Χώρα» ως την αιτιολόγηση του κινήματος και του πειράματος μετά το 1900.
Άμεσα λοιπόν η ποιητική σύνθεση αναγνωρίστηκε ως η πλέον σημαντική δήλωση του μοντερνισμού τόσο με τη συμβολική διάστασή της, όσο κι από την οπτική της ποιητικής τεχνικής –μολονότι δειλά ήδη άλλοι μοντερνιστές είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν, αλλά όχι σε τέτοια έκταση. Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ακόμα τούτο το μεγάλο συνθετικό ποίημα προσφέρει πλούσιο υλικό για νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις μένοντας αειθαλές.
Χαρακτηριστικό ότι στα ελληνικά γράμματα υπάρχουν τρεις μεταφράσεις (του Σεφέρη, του Κλείτου, και του Νικολαΐδη) και τρεις παρωδίες («ο Πάτροκλος Γιατράς και οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας» του Νάσου Βαγενά, η «Έρημη Γη» του Ηλία Λάγιου και «Η Έτοιμη Χώρα» του Α. Τ. Ελή) που το καθένα καλύπτει την περίοδο από τη χρονολογία που σταματά το άλλο, αρχής γενομένης το 1921 που σταματά/εκδίδεται του πρωτότυπο έργο.
Και αυτά ακριβώς απαντούν στο ερώτημα «τι ανάγκη έχουμε από μία ακόμα μετάφραση και μία νέα μελέτη;» που ενδεχομένως θα απεύθυναν κάποιοι για τη νέα μεταφραστική προσπάθεια του Γιάννη Αντιόχου («Η έρημη χώρα. Προύφροκ. Οι κούφιοι άνθρωποι», Γαβριηλίδης, 2017), όταν ήδη υπάρχει η τόσο σημαντική πρώτη μετάφραση του νομπελίστα ποιητή. Σε μία χώρα που αρέσκεται στη δημιουργία ηρώων και ιερών τεράτων το κάθε μεταφραστική προσπάθεια συγκρίνεται με εκείνη του Σεφέρη. Μα η ποίηση δεν γνωρίζει ανταγωνισμούς. Κάθε εργασία και κάθε μετάφραση φωτίζει πτυχές ενός σπάνιου έργου, επιβεβαιώνοντας τελικά την ακτινοβολία και την αυταξία του ως πυλώνα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Στο επίμετρο -προσπερνώντας προς το παρόν τη λογοτεχνική του αξία- ο Αντιόχου εκθέτει τη δική του ερμηνευτική πρόσληψη. Συνδιαλέγεται με τον Έλιοτ καταδεικνύοντας τις διαδρομές του ποιητή και θέτοντας τις βάσεις για τη δική του ανάλυση. Εκθέτει προοδευτικά την «έρημη χώρα» σε μία κοινωνιολογική ανάλυση, φωτίζοντας με τη συναισθηματική γλώσσα της λογοτεχνίας πτυχές της ζωής και της σκέψης του Αμερικανοβρετανού.
Πλάι στην επικρατούσα προσέγγιση για τον κατεστραμμένο μεταπολεμικό κόσμο προσθέτει μια μεταφυσική, αναδυόμενη από την αφιέρωση στον επιστήθιο φίλο του ποιητή. Έτσι βέβαια προάγει μία αναγνωστοκεντρική πρόσληψη. Η ερμηνεία όμως του Αντιόχου δεν ορίζεται από τον αυθαίρετο υποκειμενισμό της αναγνωστικής πρόσληψης πεθαίνοντας/δολοφονώντας τον συγγραφέα. Αντίθετα, θεμελιώνεται πάνω σε μία σειρά συλλογισμών και στοιχείων που φέρνουν ξανά στην επικαιρότητα το εκατονταετές έργο και ίσως ορίζοντας ένα νέο διάλογο γύρω από το πρωτότυπο.
Διαβάστε επίσης: Τ.Σ. Έλιοτ, κραυγή σε μια «Έρημη Χώρα»
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr