Στη ρομαντική θεώρηση ο συγγραφέας ήταν ένας Δημιουργός που γεννούσε κόσμους καινούργιους. Από τον Κ’ αιώνα όμως με το Ρωσικό Φορμαλισμό και μετά, ο συγγραφέας φεύγει από το επίκεντρο και στον πυρήνα της προβληματικής τίθεται το κείμενο. Η μεταβίβαση αυτής της “εξουσίας” διατηρήθηκε ως το τελευταίο τέταρτο περίπου του αιώνα. Η μεταφορά όμως του ενδιαφέροντος από τον Δημιουργό στο κείμενο φέρνει ορισμένες συνέπειες μια και -στην ακραία εκδοχή του- ο δημιουργός υποβιβάζεται σε ένα κοινωνικό ον που λειτουργεί ως φορέας του κειμένου εκείνος που το αποκαλύπτει.
Μία κειμενοκεντρική θεώρηση ήταν κι εκείνη που θεωρούσε τα κείμενα ότι γεννιούνται από άλλα. Στις κειμενοκεντρικές προσεγγίσεις η διακειμενικότητα, όπως την όρισε η Julia Kristeva, μολονότι περιγράφεται δεκαετίες νωρίτερα, διαβλέπει τις σχέσεις των κειμένων μεταξύ τους. Τα έργα προκύπτουν από προηγούμενα έργα τα οποία απορρόφησαν, επανέλαβαν, αμφισβήτησαν ή μετασχημάτισαν. Και ο εντοπισμός της έχει σημασία για την κριτική προκειμένου να αποκαλύψει τα βαθύτερα νοήματα του κειμένου. Η αποκάλυψη της επιρροής επανακαθορίζει τη γραφή τόσο ως κοινωνικό προϊόν όσο και ως γέννημα. Έτσι η λογοτεχνία είναι ένα διαρκές πεδίο μάχης μεταγραφών, μία σκακιέρα όπου το νέο αναπροσαρμόζει με το προγενέστερο.
Μια τέτοια ποιητική συλλογή γεμάτη διακείμενα παραδίδει και η Ελένη Τζατζιμάκη, με «το παράδοξο των διδύμων» (μελάνι, 2018). Η τιτλική υποσημείωση «ένα ποιητικό transcription στον Γιώργο Χειμωνά» ήδη ενημερώνει για τη διακειμενική επαφή και τις επιρροές. μα η συλλογή είναι πολύ περισσότερα από μία μεταγραφή. Έρχεται σε βαθύ διάλογο με το έργο του Χειμωνά νοηματοδοτώντας το αρχικό κείμενο στο πρίσμα του παρόντος δίχως να αλλοιώνει το υπόβαθρό του. Η ποιήτρια συνομιλεί μέσα από τις συνθέσεις της με τον Γιώργο Χειμωνά αποκαλύπτοντας τις βαθύτερες στοχαστικές συγγένειες των δύο δημιουργών. Παρά τη χωροχρονική απόσταση η αγωνία για τη ζωή και τον Άνθρωπο είναι η κοινή εμπειρία και αναζήτηση που οδηγεί στο ποιητικό διακείμενο.
Σε μία αναγνωστοκεντρική προσέγγιση όμως το έργο της Τζατζιμάκη διατηρεί την αυτονομία του ως προς την πρόσληψη. Ο ακροατής/αναγνώστης που δεν γνωρίζει το έργο του Χειμωνά θα συλλάβει τη φιλοσοφική αναζήτηση της σύγχρονης δημιουργού, χωρίς να χάσει, δίχως να μείνει μετέωρος. Αν βέβαια γνωρίζει το έργο, τότε θα συλλάβει και νοηματικά και συναισθηματικά την ποιητική συλλογή σε όλο της το βάθος. Η αυτοτέλεια του νεότερου έργου συνδέεται, άλλωστε, με την πρόσληψη του έργου του Χειμωνά από ένα κοινό μεταγενέστερο. Άλλωστε, η μεταμοντέρνα αναγνωστική θεώρηση που επιβάλλει τον “θάνατο του συγγραφέα” και την “αποκαθήλωση” του μηνύματος το καθιστά τούτο δυνατό.
Η Τζατζιμάκη πειραματίζεται με τον στίχο και το πρότυπο. Δεν βλέπει το έργο ως μουσειακό έκθεμα∙ θρυμματίζει την προθήκη, όπως τον στίχο της, και αποδομεί το πρότυπο για να αναδομήσει μία νέα ποιητική εκδοχή του. Ο στίχος της άλλοτε θρυμματισμένος (post-it στον τοίχο του γιατρού Ινεότη, το σώμα της) και άλλοτε ως πεζοποίηση (ο μητραλοίας, συνάντησα κάποτε έναν νικητή, δεν καταλαβαίνω τα ποιήματα, ερίτιμος, ξανά, Ο.Α.) ή επιμήκης (εάν επρόκειτο να γίνω εχθρός του εαυτού μου, του τυράννου, εκείνος που μόνος ταξιδεύει, διαθλάσεις) ακολουθεί τη ρυθμικότητα του προφορικού λόγου με έμφαση σε επιλεγμένες λέξεις και άρα νοήματα-μηνύματα (του τυράννου, διαθλάσεις, η Μαρία είπε). Οι θρυμματισμένοι καταληκτικοί στίχοι με την ένταση του “κοφτού” ρυθμού οδηγούν σε κορύφωση το συναίσθημα.
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr