Ο νεαρός λόρδος Μπέρκλεϋ αποφασίζει να εγκαταλείψει τους τίτλους ευγενείας του, το επιβλητικό Κάστρο Τσόµλυ στην αγγλική ύπαιθρο και την αριστοκρατική ζωή του και να ταξιδέψει ως κοινός θνητός στην Αµερική, προκειµένου να υπερασπιστεί στην πράξη την πίστη του στην κοινωνική ισότητα. Θα τα καταφέρει να ζήσει όπως οι ανώνυµοι απλοί άνθρωποι; «Ναι, καλά!» απαντά ο πατέρας του, κόµης του Ρόσµορ. Από την άλλη, ο Μάλµπερρυ Σέλλερς, συνταγµατάρχης, νοµικός πράκτωρ, µέντιουµ, υπνωτιστής, πνευµατικός και θεραπευτής, ένας αλλοπαρµένος εφευρέτης στην Ουάσινγκτον, θα βρεθεί από ένα γύρισµα της τύχης κληρονόµος της κοµητείας του Ρόσµορ στην Αγγλία.
Γύρω από αυτούς τους δύο κεντρικούς ήρωες, ο Τουέιν, βαθύς γνώστης της ανθρώπινης φύσης και των αντιφάσεών της, διεισδυτικός παρατηρητής του µεγαλείου του ανθρώπου και της, ταυτόχρονης, µικρότητάς του, στήνει µια ιστορία καταιγιστικού χιούµορ µε υπερβολικά κωµικές καταστάσεις και απίστευτα τραγελαφικές συµπτώσεις, που θυµίζει τους Μόντι Πάιθον. Η σατιρική πένα του Τουέιν ξεσπαθώνει στον Αµερικανό κόµη –που µεταφράζεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα– και δεν αφήνει τίποτα όρθιο (πολιτική, θρησκεία, εργατικά συνδικάτα, στερεότυπα και προκαταλήψεις, τις παραδεδοµένες πεποιθήσεις της εποχής του, την ανθρώπινη φύση την ίδια), σε ένα µυθιστόρηµα που ασχολείται µε το ζήτηµα της κατασκευασµένης ταυτότητας στις βιοµηχανικές κοινωνίες στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο Μαρκ Τουέιν, το πραγµατικό όνοµα του οποίου ήταν Σάµιουελ Λάνγκχορν Κλέµενς, γεννήθηκε στη Φλόριντα της πολιτείας του Μιζούρι των Ηνωµένων Πολιτειών το 1835. Οι εµπειρίες του από τα παιδικά του χρόνια στην πόλη Χάννιµπαλ, επίσης στο Μιζούρι, πλάι στον Μισσισσιππή, αξιοποιήθηκαν µυθοπλαστικά στο µυθιστόρηµά του Οι περιπέτειες του Τοµ Σόγιερ (1876). Έχασε τον πατέρα του το 1847 και υποχρεώθηκε τότε να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί. Το 1853 έφυγε από το σπίτι του, για να αναζητήσει την τύχη του εργαζόµενος ως τυπογράφος και αρθρογράφος.
Το 1857 έγινε µαθητευόµενος οδηγός ποταµόπλοιου στον Μισσισσιππή της παιδικής του ηλικίας, και σύντοµα οδηγός, µια καριέρα η οποία έλαβε υποχρεωτικά τέλος όταν ξέσπασε ο Αµερικανικός Εµφύλιος Πόλεµος. Ύστερα από µια σύντοµη θητεία ως βοηθός του αδερφού του Οράιον, που είχε διοριστεί γραµµατέας του κυβερνήτη της Νεβάδα, ο Τουέιν προσπάθησε χωρίς επιτυχία να βρει µια φλέβα ασηµιού. Οι εµπειρίες του στην αµερικανική Δύση αποτέλεσαν τη βάση για ένα βιβλίο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας υπό τον τίτλο Roughing It (1872). Το 1863 χρησιµοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυµο «Μαρκ Τουέιν», που σηµαίνει την εντολή για τη µέτρηση του ασφαλούς για τα ποταµόπλοια βάθους.
Το 1864 εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου εργάστηκε για τοπικές εφηµερίδες, γράφοντας αστείες ιστορίες και ρεπορτάζ. Το 1866 ταξίδεψε στις Νήσους Σάντουιτς, ως απεσταλµένος εφηµερίδας, προκειµένου να γράψει µια σειρά από ταξιδιωτικά άρθρα που γνώρισαν θερµότατη υποδοχή. Έναν χρόνο µετά ταξίδεψε στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή και τα κείµενά του αυτά αποτέλεσαν τη βάση για το πρώτο βιβλίο του, The Innocents Abroad (1869). Το 1870 παντρεύτηκε την Ολίβια (Λίβυ) Λάνγκντον, µε την οποία απέκτησε έναν γιο και τρεις κόρες. Από το 1872 και µέχρι το 1891, ο Τουέιν έζησε µε την οικογένειά του στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, όπου ολοκλήρωσε µερικά από τα σηµαντικότερα έργα του. Οι Περιπέτειες του Χάκλµπερρυ Φιν ήταν το πρώτο βιβλίο που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο του ίδιου του Τουέιν, The Charles L.
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr