Μέχρι τα τέλη του 1923, σχεδόν παντού στον κόσμο, το επαναστατικό κύμα έχει αρχίσει να εξασθενεί.
Η γερμανική επανάσταση έχει ηττηθεί και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ένα φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, έχει δώσει μία σχετική σταθερότητα. Η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν προκάλεσε την ανάφλεξη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης όπως πίστευαν οι Μπολσεβίκοι. Ο ίδιος ο Λένιν αποτελούσε ένα οδυνηρό σύμβολο της παρακμής της επανάστασης, καθώς όλο και πιο συχνά είχε εγκεφαλικά επεισόδια και τελικά πέθανε το 1924.
Η επαναστατημένη Ρωσία ήταν εγκλωβισμένη, περιβαλλόμενη από εχθρούς κατεστραμμένη από τον πόλεμο και οικονομικά εξαθλιωμένη. Οι άνθρωποι αγωνίζονταν να επιβιώσουν σε άθλιες συνθήκες, το μπολσεβίκικο καθεστώς παρουσίαζε στοιχεία εσωστρέφειας και σταδιακά μεταμορφωνόταν σε μία φρικτή παρωδία των πρώην σοσιαλιστικών ιδανικών του.
Το μεγάλο ψέμα της πολιτικής ιστορίας του 20ου αιώνα είναι πως το αποτέλεσμα αυτό ήταν αναπόφευκτο, ότι δηλαδή ο σταλινισμός ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της επανάστασης των Μπολσεβίκων.
Ζούμε ακόμα στη σκιά αυτού του ψέματος και παραμένει το πιο αποτελεσματικό επιχείρημα ενάντια στις προσπάθειες της αλλαγής του κόσμου μέσω της επαναστατικής δράσης.
Από το 1929 έως το 1989 συνέφερε την παγκόσμια άρχουσα τάξη σε Ανατολή και Δύση να διαιωνίζουν αυτό το ψέμα. Από τη μία πλευρά του «σιδηρού παραπετάσματος», η άρχουσα τάξη της Σοβιετικής Ένωσης ισχυριζόταν για να διατηρήσει τη νομιμότητά της πως αποτελούσε τους συνεχιστές-κληρονόμους των μπολσεβίκων.
Από την άλλη, η άρχουσα τάξη της Δύσης παπαγάλιζε μία εναλλακτική εκδοχή του ίδιου επιχειρήματος, μόνο που σε αυτή την περίπτωση, η δικτατορία και η καταπίεση της Ανατολικής Ευρώπης είχαν εξισωθεί με τον μπολσεβικισμό.
Πολλοί από την Αριστερά τροφοδοτούσαν αυτή τη σύγχυση καθώς αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να υπερασπιστούν τη «σοσιαλιστική Ρωσία» από τις επιθέσεις της Δεξιάς. Ορισμένοι μάλιστα είχαν πειστεί ότι η Ρωσία του Στάλιν, του Χρουστσόφ και του Μπρέζνιεφ ήταν πράγματι κάπως «σοσιαλιστική».
Όμως η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Το 1928 το κόμμα-κράτος της γραφειοκρατίας που είχε προκύψει στη Ρωσία υπό την ηγεσία του Στάλιν πραγματοποίησε αντεπανάσταση. Είχε ήδη συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη για μία δεκαετία, όταν και μετακινήθηκε αποφασιστικά στο τέλος της δεκαετίας του 1920, και ήταν πλέον σε θέση να καταστρέψει ότι είχε απομείνει από τη δημοκρατία της εργατικής τάξης.
Κλειστές συναντήσεις, φίμωση, εκκαθάριση και απέλαση των διαφωνούντων από μία κρατική μηχανή που είχε στελεχωθεί από ορισμένους ανθρώπους μετά την επανάσταση. Η Αριστερή αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Τρότσκι διαλύθηκε.
Κατά τη διάρκεια του 1930, η γραφειοκρατία εδραίωσε την εξουσία της εκκαθαρίζοντας σχεδόν το σύνολο του μπολσεβίκικου κόμματος. Βετεράνοι της Οκτωβριανής επανάστασης συνελήφθησαν, βασανίστηκαν, βρέθηκαν κατηγορούμενοι σε δίκες παρωδία με τις κατηγορίες της «υπονόμευσης» και της «δολιοφθοράς» και στη συνέχεια εκτελέστηκαν από τη μυστική αστυνομία του Στάλιν.
Από τα εννέα μέλη του τελευταίου Πολιτικού Γραφείου του Λένιν, το 1923, μόνο δύο είχαν παραμείνει ζωντανοί στο τέλος του 1940. Ο Στάλιν και ο Μολότοφ. Από τους υπόλοιπους ένας, ο Λένιν, πέθανε από φυσικά αίτια, ένας, ο Τσόμσκι, αυτοκτόνησε υπό το φόβο της σύλληψης και οι υπόλοιποι πέντε, Κάμενεφ, Ζινοβιεφ, Μπουχάριν Ρικόφ και Τρότσκι, δολοφονήθηκαν,
Πως ήταν δυνατό; Ξανά και ξανά, οι ηγέτες των Μπολσεβίκων επεσήμαναν ότι η Ρωσία δεν θα μπορούσε να επιτύχει τον σοσιαλισμό στην απομόνωση. «Η τελική νίκη του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα είναι φυσικά αδύνατη», εξηγούσε ο Λένιν στις 11 Ιανουαρίου του 1918. «Οι εργάτες και οι αγρότες που αποτελούν την Σοβιετική δύναμη, αποτελούν κομμάτια ενός παγκόσμιου στρατού».
Αυτό που δεν μπορούσαν να προβλέψουν οι ηγέτες των Μπολσεβίκων ήταν η δημιουργία μίας αντεπανάστασης που τελικά τους κατέστρεψε. Ακόμα και ο Τρότσκι, την ημέρα του θανάτου του, δεν μπορούσε να συλλάβει το μέγεθος της καταστροφής, πιασμένος από την αυταπάτη ότι η Ρωσία, παρ’ όλες τις φρικαλεότητες της δεκαετίας του 1930, παρέμενε κατά κάποιο τρόπο ένα κράτος εργαζομένων, ωστόσο «εκφυλισμένο», ωστόσο «γραφειοκρατικά παραμορφωμένο».
Τρεις σημαντικοί παράγοντες πατάνε πάνω στη Ρωσική Επανάσταση: Το κοινωνικό βάρος των αγροτών, η οικονομική κατάρρευση που προκλήθηκε από τον πόλεμο και η διάλυση της εργατικής τάξης.
Η συμμαχία μεταξύ αγροτών και εργαζομένων είχε κάνει δυνατή την επανάσταση. Οι αγρότες σε μέγεθος ήταν 10 προς 1 σε σχέση με τους εργάτες. Αν οι εργάτες δεν είχαν πείσει τους αγρότες τότε θα είχαν συνθλιβεί από το στρατό του Τσάρου. Οι μπολσεβίκοι υποσχέθηκαν ψωμί, ειρήνη και γη και οι αγρότες υποστήριξαν την εξέγερση του Οκτώβρη.
Ωστόσο στη συνέχεια τα συμφέροντα των αγροτών αποκλίνουν. Η εργατική τάξη είναι μία συλλογική τάξη επειδή και η εργασία τους είναι συλλογική. Δεν μπορείς να διαιρέσεις ένα ανθρακωρυχείο ή ένα σιδηροδρομικό δίκτυο σε ξεχωριστές επιχειρήσεις. Όταν οι εργάτες αναλαμβάνουν την εξουσία θα πρέπει να τρέξουν την οικονομία ως ένα ενιαίο σύνολο.
Η αγροτική παραγωγή πάλι είναι περισσότερο ατομική. Κάθε αγρότης είναι ανεξάρτητος. Οι αγρότες θα υποστηρίξουν μία αστική επανάσταση που θα τους επιτρέψει να αξιοποιήσουν τη γη τους. Ωστόσο η περαιτέρω συνεργασία εξαρτάται από την ικανότητα των πόλεων να παράγουν αγαθά τα οποία μπορούν να ανταλλάσσουν. Αν αποτύχουν να το κάνουν τότε οι αγρότες δεν δίνουν προϊόντα και οι πόλεις πεινούν.
Οι Μπολσεβίκοι το κατάλαβαν καλά αυτό. Το πρόβλημα τους ήταν ότι η παραγωγή είχε καταρρεύσει. Ο συνδυασμός του παγκόσμιου πολέμου και του εμφυλίου προκάλεσε μαζική αναστάτωση και η βιομηχανική παραγωγή κατέρρευσε στο 1/5 της παραγωγής του 1914. Περίπου 9 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν λόγω έλλειψης τροφίμων, καυσίμων και άλλων βασικών αγαθών από τα τέλη του 1918 έως τα τέλη του 1920.
Αυτό οδήγησε στον τρίτο παράγοντα. Η εργατική τάξη αποσυντίθεται ως σώμα, εκατομμύρια εγκαταλείπουν τις πόλεις και επιστρέφουν στα χωριά τους, όπου είχαν οικογένεια. Ο αστικός πληθυσμός μειώνεται πάνω από το μισό.
Αλλά ακόμα και οι εργαζόμενοι που παρέμειναν δεν ήταν ίδιοι. Η επαναστατική κυβέρνηση είχε να διαχειριστεί μία τεράστια γεωγραφική έκταση, μία προβληματική οικονομία και να αντιμετωπίσει τον «Λευκό Στρατό» που υποστηριζόταν από περίπου 14 ξένες δυνάμεις. Το επαναστατημένο προλετάριο του 1917 ως εκ τούτου μετατρέπεται στον Κόκκινο Στρατό του 1920.
Κλάδοι της οικονομίας τίθενται και πάλι σε κίνηση από νέους εργαζόμενους, οι οποίοι ωστόσο έχουν αντιγράψει νοοτροπίες της υπαίθρου. Έτσι η ρωσική εργατική τάξη του 1920 ήταν όχι μόνο πολύ μικρότερη από αυτή του 1917, αλλά και η σύνθεσή της ήταν διαφορετική.
Μέχρι το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου η επαναστατική εργατική τάξη είχε διαλυθεί, οι αγρότες κατείχαν τον έλεγχο της γης και οι γαιοκτήμονες και οι καπιταλιστές είχαν κατατροπωθεί. Η μόνη οργανωμένη κοινωνική δύναμη που λειτουργούσε σε εθνικό επίπεδο ήταν το κόμμα στην κρατική διοίκηση.
Η πλήρης αποκατάσταση της δημοκρατίας θα οδηγούσε τη χώρα σε μία νέα ρήξη λόγω της αντίφασης μεταξύ των συμφερόντων της διεθνούς εργατικής τάξης και των Ρώσων αγροτών. Οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να διατηρηθούν στην εξουσία με την ελπίδα ότι θα επέλθει η παγκόσμια επανάσταση.
Για μία στιγμή, η επαναστατική παράδοση από μόνη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μία ιστορική δύναμη, ακόμα και αν αυτό γινόταν μέσω ενός επαναστατικού κυβερνητικού μηχανισμού και όχι μίας επαναστατικής τάξης.
Τελικά όμως οι Μπολσεβίκοι θα υποκύψουν στις εχθρικές κοινωνικές δυνάμεις που τους περιέβαλαν. Ο Λένιν μπορούσε να το δει. «Το δικό μας δεν είναι στην πραγματικότητα ένα εργατικό κράτος» έλεγε ήδη από το 1920, «αλλά ένα κράτος των εργατών και των αγροτών». «Όμως το πρόγραμμα του κόμματός μας δείχνει ότι το κράτος μας είναι εργατικό κράτος με γραφειοκρατικές στρεβλώσεις».
Αργότερα εξέφρασε την ανησυχία του για την επιρροή των πρώην υπαλλήλων του τσαρικού καθεστώτος και των νεοπροσληφθέντων φιλόδοξων ατόμων στον κυβερνητικό μηχανισμό και έθεσε το ερώτημα: «Αυτή η μάζα γραφειοκρατών. Ποιος ηγείται ποιου».
Η Νέα Οικονομική Πολιτική (NEP) του 1921-1928 ήταν μία προσπάθεια να επιλυθούν οι οικονομικές αντιφάσεις και να κερδηθεί σημαντικός χρόνος μέχρι τo επόμενο παγκόσμιο επαναστατικό κύμα, επιτρέποντας την παράλληλη ανάπτυξη της ιδιωτικής παραγωγής και της ελεύθερης αγοράς με τις κρατικές επιχειρήσεις.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν προωθηθεί η ανάπτυξη μίας κατηγορίας επιχειρηματιών (NEPmen) και μία τάξη πλούσιων αγροτών, οι κουλάκοι. Ταυτόχρονα οι «κόκκινοι βιομήχανοι» που έτρεξαν τις κρατικές επιχειρήσεις συμπεριφέρθηκαν περισσότερο σαν συμβατικοί καπιταλιστές προς τους εργαζόμενούς τους. Η επιτακτική ανάγκη να τεθεί σε λειτουργία μία οικονομία που είχε καταρρεύσει λόγω της εμπόλεμης κατάστασης αλλοίωσε τον πολιτικό χαρακτήρα του κυβερνώντος κόμματος.
Το 1928 στο ερώτημα του Λένιν «ποιος ηγείται ποιου» δόθηκε η τελική απάντηση. Συντρίβοντας τόσο τα συμφέροντα των NEPmen και των κουλάκων, όσο και της Αριστεράς, που αντιπροσώπευε την Μπολσεβίκικη παράδοση, η ηγεσία περνά στο Σταλινικό κέντρο, που προέκυψε από τα παρασκήνια του Κομμουνιστικού Κόμματος και την πολιτική έκφραση μίας νέας γραφειοκρατικής άρχουσας τάξης.
Η φύση της κοινωνίας που δημιούργησε αυτή η ηγεσία πάνω στα συντρίμμια της Ρωσικής Επανάστασης θα είναι το αντικείμενο ενός άλλου κειμένου στο μέλλον.
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr