Μια οικογένεια υπό διάλυση, τα κουκλόσπιτα με τις μινιατούρες, το κομμένο κεφάλι.Η ηλικιωμένη...

Μια οικογένεια υπό διάλυση, τα κουκλόσπιτα με τις μινιατούρες, το κομμένο κεφάλι.

Η ηλικιωμένη Έλεν, μητριάρχισσα της οικογένειας Γκράχαμ πεθαίνει. Τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας, το ανδρόγυνο των Στιβ και Άνι, καθώς και τα δύο παιδιά τους, θα βιώσουν μια σειρά από ανεξήγητες, καταστροφικές και φρικιαστικές καταστάσεις.

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Άρι Άστερ είναι γεγονός, ενώ παράλληλα, ο νεαρός σκηνοθέτης δημιουργεί μια εξ ολοκλήρου δουλεμένη ταινία τρόμου, που προσπαθεί ν’ αποφύγει κλισέ κοινοτυπίες και ως επί το πλείστον, τα καταφέρνει. Εμπνευσμένος ξεκάθαρα απ’ την κινηματογραφική παράδοση του Ρόμαν Πολάνσκι και συγκεκριμένα το Μωρό της Ρόζμαρι (αλλά και τον Ένοικο), ο Άστερ κινηματογραφεί με άκρως ατμοσφαιρικό και νοσηρό τρόπο το σπίτι των Γκράχαμ, με τους σκοτεινούς δαιδαλώδεις διαδρόμους, τα σκονισμένα πατάρια, ενώ η εξαιρετική φωτογραφία που κρατά στο ημίφως τα κάδρα εντός του σπιτιού, σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο την εικόνα αλλά και τις αισθήσεις.

Ο Άστερ παρουσιάζει μια οικογένεια προβληματική, με επικοινωνίες σπασμένες και υποτονικές έως αδιάφορες σχέσεις, κάτι που παίζει το ρόλο του καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ, λειτουργώντας πάντα ως υποβόσκον σχόλιο στα τεκταινόμενα, ως ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, σε μια γενικότερη ατμόσφαιρα φρίκης, δίνοντας πινελιές οικογενειακού δράματος, που ο δημιουργός τοποθετεί ισορροπημένα. Οι έννοιες της απώλειας του θανάτου, του πένθους και ψυχισμού που ακολουθεί, εκφράζονται με απόλυτη ακρίβεια, περνούν στον θεατή, ενώ λειτουργούν ως περιτύλιγμα για το κυρίως ζουμί που είναι ο καθαρός τρόμος και η φρίκη. Ο Άστερ εκμεταλλεύεται με μαεστρία όλα τα εκφραστικά μέσα του είδους, το χτίσιμο έντασης και κλιμάκωσης είναι πανταχού παρών παρά κάποιες αμήχανες στιγμές, ενώ η διαρκής απειλή που πλανάται πάνω απ’ τους ήρωες και το σπίτι των Γκράχαμ, δημιουργείται με μια σειρά σκηνών με άριστη χρήση ήχου εικόνας και μοντάζ, με τρόπο που δημιουργεί ανατριχίλες και παγώνει το αίμα.

Πολύ εύστοχα ο Άστερ επιλέγει να υπονοεί παρά να δείχνει, αυξάνοντας έτσι την αγωνία, έχοντας πάρει τα μαθήματα απ’ τους βασικούς του δασκάλους που τόσο έχει μελετήσει, ενώ υπάρχουν σκηνές που πραγματικά σοκάρουν, προκαλώντας φρίκη και έντονο ψυχικό κλονισμό στον θεατή, με εικόνες εφιαλτικά νοσηρές, που δύσκολα θα ξεχάσει. Η δουλειά που έχει γίνει με την κάμερα είναι πράγματι αξιέπαινη, ενώ διαρκώς πλανάται μια έντονα μακάβρια αίσθηση, μια δυσοσμία αποπνικτική όπως το πατάρι των Γκράχαμ, ενοχλώντας τον θεατή, που υπάρχουν στιγμές που θα θελήσει ν’ απαλλαγεί απ’ το ενοχλητικό θέαμα, αυστηρώς ακατάλληλο (έως επικίνδυνο) για ανήλικους. Οι ευρηματικές και ενίοτε αλλόκοτες γωνίες λήψεις, φέρνουν στον νου κάτι από παλιό Κρόνενμπεργκ ( σε σημεία Κιούμπρικ) και πολλές γενικά αναφορές, που δείχνουν έναν δημιουργό που είχε μελετήσει επακριβώς το σεναριακό υλικό του και το μετέφερε με ακρίβεια στην οθόνη, ξεφεύγοντας πολύ μπροστά από πολλούς πρωτοεμφανιζόμενους συναδέλφους του.

Ελαττώματα σίγουρα υπάρχουν εδώ και κει στη Διαδοχή, κάποιες αμήχανες ενδιάμεσες στιγμές, πολλά ανοιχτά μέτωπα, καθώς ο δημιουργός υπερφορτώνει σε σημεία το σενάριο, προκειμένου να προκαλέσει εντυπωσιασμό, γνώρισμα κάθε ντεμπούτου, παρασυρμένος απ’ τον ενθουσιασμό του, ωστόσο το φιλμ αυτό είναι τόσο άρτια δουλεμένο, που καιρό είχαμε να δούμε κάτι τέτοιο στο χώρο του horror.

Πηγή: IGN Greece