Αυτό το σπίτι, δεν είναι σαν τα άλλα…
Ο Jack, είναι ένας ευφυέστατος κατά συρροήν δολοφόνος, προσπαθώντας να δώσει καλλιτεχνική χροιά στις δολοφονίες του. Στο φιλμ, βλέπουμε πολλές απ’τις δολοφονίες του Jack διάσπαρτες στο χρόνο, σε υποτιθέμενο διάστημα δώδεκα ετών, απ’τη δεκαετία του ’70 μέχρι τα ’80s.
Το πολυαναμενόμενο νέο φιλμ του αμφιλεγόμενου Lars Von Trier, είναι γεγονός, ενώ ο ιδιόμορφος δημιουργός καλείται για μια ακόμη φορά να προκαλέσει εντυπώσεις, αντιδράσεις και τοξικά σχόλια, με τον γνωστό του άκρως προσωπικό και προβοκατόρικο τρόπο και τόνο. Είναι γεγονός για τον Σκανδιναβό συνιδρητή του Δόγματος ’95, πως μπορούμε να χωρίσουμε το κινηματογραφικό του έργο, σε δύο περιόδους. Την πρώτη που περιλαμβάνει το εξαιρετικό του ντεμπούτο, Στοιχείο του εγκλήματος, μέχρι και το Dogville, ενώ από εκεί και έπειτα ο Trier, ακολούθησε μια εντελώς εσωστρεφή και κάπως εξυπνακίστικη πορεία, με ταινίες άρτιες οπτικά, αλλά με μια καταφανή προσπάθεια για πρόκληση, κάτι που αδικεί το τεράστιο ταλέντο του Δανού auteur. Στην προκειμένη, ο Trier επανεμφανίζεται κάνοντας focus σε περιστατικά απ’τη ζωή ενός serial killer, με μπροστάρη τον βετεράνο Matt Dillon, ο οποίος είναι και ο μεγάλος πρωταγωνιστής του ομώνυμου ρόλου, προσπαθώντας να ξεδιπλώσει το μεγάλο του ταλέντο, σε ένα ερμηνευτικό one man show.
Πιστός στη λογική των τελευταίων χρόνων, ο Trier κρατά σταθερή την αναγνωρίσιμη σκηνοθετική αισθητική του, συνθέτοντας όμορφα εσωτερικά και εξωτερικά πλάνα, με μια μελαγχολική αίσθηση που διατρέχει το φιλμ, παρά τον κυνισμό και το καυστικό σε σημεία black humour, ενώ υπάρχουν σημεία που ο Trier πλάθει εικόνες άκρως εκστατικές για το μάτι, κάνοντάς σε να θαυμάζεις το ταλέντο του αυτοαδικημένου αυτού εικονοπλάστη. Το αρνητικό με το φιλμ, είναι η άσκοπη φλυαρία και πλάτειασμα, για πράγματα που έχουν ειπωθεί και λήξει, πολύ πριν η ταινία τελειώσει, ενώ η προσπάθεια για πρόκληση παντός τύπου, γίνεται με τρόπο καταχρηστικό και αυτοσκοπός, που για μια ακόμα φορά δεν αφήνει τον Δανό να απογειωθεί. Κάποια κομμάτια λειτουργούν καλά και κάποιες σκηνές έχουν ρυθμό, ενώ σε συνδυασμό με την εξαιρετικά εγκεφαλική ερμηνεία του Dillon, πλάθουν μια ατμόσφαιρα ζοφερή που κάνει το θεατή μέτοχο στο δρώμενο. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες κοιλιές, που δεν αφήνουν το φιλμ να βρει το ρυθμό του μέχρι το τέλος και αυτό οφείλεται στο ότι ο Trier προσπαθεί να τα πει όλα, δίδοντας πολλές και με χαοτικό τρόπο πληροφορίες στο θεατή, με αποτέλεσμα η μπάλα να χάνεται και μαζί και η υπερπροσπάθεια του Dillon, στον κεντρικό ρόλο.
Ίσως εκουσίως ο Trier κάνει κάποιες τέτοιες (λανθασμένες) επιλογές, με τη φιλοσοφία του ”κάνω την πλάκα μου με τον θεατή”, ωστόσο αυτό δεν λειτουργεί και αδικεί το σύνολο, που πραγματικά διαθέτει και εξαιρετικό πρωταγωνιστή και κάποιες πραγματικά καλοκουρδισμένες σκηνές, που αποδεικνύουν το, επιπέδου Κιούμπρικ, ταλέντο του Trier. Ο Dillon απ’την πλευρά του, μπορεί από ένα σημείο και μετά να βγαίνει εκτός κλίματος, λόγω της προβληματικής σκηνοθετικής και σεναριακής καθοδήγησης, ωστόσο όταν ανεβάζει στροφές, φτάνει πραγματικά σε μεγάλη υποκριτική φόρμα, υποδυόμενος με ποικιλία και ευρεία γκάμα εκφράσεων,τον ψυχαναγκαστικό και ψυχοπαθή Jack, ενώ σε στιγμές και με όπλο το σαλεμένο βλέμμα, παγώνει το αίμα και κάνει το θεατή να αναμένει διαρκώς την επόμενη εμφάνισή του σε πλάνο. Ο Trier στήνει ορθώς όλη την ταινία στον Dillon, ωστόσο πολλές φορές αδυνατεί να εξελίξει τον χαρακτήρα με ρεαλισμό και ομαλή ροή, κάτι που μπερδεύει σε στιγμές τον Dillon και τον βγάζει άθελά του, εκτός ρόλου.
Σε γενικές γραμμές ο Trier, δημιουργεί άρτια φτιαγμένες γκροτέσκες και μακάβριες εικόνες, ωστόσο εγκλωβίζεται σε έναν οπτικοφανή εντυπωσιασμό, αδυνατώντας να μπει πιο βαθιά στο χαρακτήρα του κεντρικού του ήρωα, όντας μπερδεμένος και ο ίδιος, ενώ η έλλειψη του στοιχείου της κάθαρσης είναι κάτι που λείπει και που θα έδινε το κάτι παραπάνω. Σαφώς καλύτερο απ’το Nymphomaniac, την προηγούμενή του δημιουργία, το φιλμ μένει σε μια απλή καταγραφή των ζωικών και βίαιων ενστίκτων του ανθρώπου, που η μη διαχείρισή τους οδηγεί σε χάος, ενώ στα bonus η εξαίρετη, επιβλητική φιγούρα-ερμηνείατου Bruno Ganz, που αργεί πολύ να χρησιμοποιηθεί, σε μια σκηνή, πραγματική κάθοδο στην κόλαση, με έντονα κόκκινα χρώματα, μια πραγματική οπτική απόλαυση, που όμως σεναριακά μοιάζει ξένο σώμα με την υπόλοιπη ταινία. Γενικώς, ο Trier δεν καταφέρνει ούτε εδώ να απαγκιστρωθεί απ’τις άσκοπες εμμονές των τελευταίων ετών, δημιουργώντας ένα φιλμ που προτείνεται μεν, για το σε στιγμές, αρτιότατο οπτικό στυλ και το υποκριτικό εύρος του σαλεμένου Jack-Dillon, που ωστόσο δεν εκμεταλλεύεται ουσιωδώς το υλικό του, προς χάριν του υπέρμετρου εντυπωσιασμού.
IGN Greece
Πηγή: IGN Greece