Καλώς τηνε κι ας άργησε.
War, Death και τώρα ήρθε η ώρα της Fury. Της μαινόμενης καβαλάρισσας της Αποκάλυψης με την ορμητική ιδιοσυγκρασία, που είναι ανταγωνιστική με τα αδέρφια της και ανηλεής με αυτούς που μπαίνουν στο δρόμο της. Το τρίτο entry της σειράς δεν αποτελεί συνέχεια, αλλά όπως ο προκάτοχός του διαδραματίζεται παράλληλα με τα συμβάντα του Darksiders. Τη στιγμή που ο Red Rider ξεγελάστηκε και ξεκίνησε τα γεγονότα της Αποκάλυψης, είναι η στιγμή που ξεκινάει η ιστορία της Οργής. Το κάλεσμα αντηχεί παντού και η Fury παρουσιάζεται στο Charred Council όπου βρίσκει τον War γονατιστό και αλυσοδεμένο για το υποτιθέμενο έγκλημά του. Απόρροια των γεγονότων που τέθηκαν εσφαλμένα σε κίνηση από το νεώτερο νεφελίμ, είναι η ελεύθερη δράση των 7 θανάσιμων αμαρτημάτων στη Γη. Την καταδίωξή τους αναλαμβάνει η αψίθυμη κοκκινομάλλα.
Στην αποστολή σας θα χρειαστείτε τη βοήθεια του Maker Ulthane (παλιός γνώριμος), ο οποίος θα φροντίσει για τις αναβαθμίσεις σας, και του Lord of Hollows που έχει τη δική του κρυφή ατζέντα. Να αναφέρουμε ότι υπάρχει ένα alternative end όπου αν επιλέξετε να ακολουθήσετε θα μάθετε την ιστορία του συγκεκριμένου. Φυσικά από το σύμπαν δεν θα μπορούσε να λείπει ο Vulgrim. Για μια ακόμη φορά ο εξόριστος δαίμονας τελεί χρέη merchant και παρέχει έναντι ψυχών, όπως στα προηγούμενα παιχνίδια, ότι χρειάζεστε για να φέρετε εις πέρας το task που έχετε μπροστά σας
Η Gunfire Team, η υπεύθυνη ομάδα για την ανάπτυξη της νέας αυτής προσπάθειας, κατάφερε να διατηρήσει την αλληλουχία του κόσμου και να υπάρξει ομαλή μετάβαση χωρίς παράταιρα στοιχεία. Όμως ως προς το περιεχόμενο είναι αρκετά φτωχότερο από τους προηγηθείς τίτλους, τόσο στο development του περιβάλλοντος όσο και σε in-game δραστηριότητες. No chests, no map, no horse. Το τελευταίο ειδικά είναι κάπως παράδοξο αν λάβουμε υπόψιν την ιδιότητα μας. Όχι βέβαια ότι θα σας χρειαστεί. Ο open world map δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ενός χάρτη ικανοποιητικού για εξερεύνηση. Τα δάση, οι αχανείς παγωμένες εκτάσεις και οι μεγάλες πόλεις έχουν αντικατασταθεί με αρκετά πιο μαζεμένες περιοχές και οι κλειστοί χώροι όπως σπηλιές, τούνελ και creepy dungeons γίνονται οικεία εικόνα. Συνολικά απαρτίζεται από έξι κύριες τοποθεσίες μεταξύ των οποίων ταξιδεύετε μέσω των serpent holes.
Τα background σκηνικά αισθητικά δεν είναι κακοφτιαγμένα, όμως υποφέρουν από έλλειψη πρωτοτυπίας και δεν υπάρχουν καινούργια elements, κάτι που περιμέναμε αφού ο τίτλος αναστήθηκε και συνεχίζει την πορεία του μετά από έξι χρόνια. Τα στοιχεία του exploring και backtracking υπάρχουν, αλλά θα είχαν μια πιο ενδιαφέρουσα χροιά αν οι τοποθεσίες δεν ήταν τόσο χλιαρές. Όσον αφορά την πρωταγωνίστριά μας έχουμε να πούμε ότι ο χαρακτήρας της αποδόθηκε σωστά, τόσο εμφανισιακά, όσο και από άποψη συμπεριφοράς. Η δε Cissy Jones έκανε θαυμάσια δουλειά στο να δώσει ζωή στην προσωπικότητα της Fury, πράγμα καθόλου παράξενο αφού το όνομα της έμπειρης ηθοποιού συσχετίζεται με τίτλους όπως το Destiny 2, Life is Strange, Halo 5, Fallout 4 και πολλούς άλλους.
Ένα από τα στοιχεία που συναντάμε στο hack and slash genre είναι το puzzle solving. Και θα περίμενε κανείς ότι αφού η θερμόαιμη καβαλάρισσα πέρα από το Chaos form χρησιμοποιεί τέσσερις ακόμα elemental μορφές με διαφορετικά abilities και όπλα η κάθε μία, υπήρχε η δυνατότητα για περίπλοκους συνδυασμούς που θα δοκίμαζαν τα αντανακλαστικά μας, την ταχύτητα και την νοημοσύνη μας. Αντ’αυτού οι γρίφοι που καλούμαστε να επιλύσουμε καταπονούνται από έλλειψη ευρηματικότητας και ο βαθμός δυσκολίας είναι ανύπαρκτος χωρίς καμία υπερβολή. Το χαρακτηριστικό platforming απασχολεί ελάχιστα το gameplay και δεν συναντήσαμε quick-time events. Αν και το τελευταίο δεν είμαστε σίγουροι ότι έγκειται στις αρνητικές πτυχές, αφού μεγάλη μερίδα παικτών τα απεχθάνεται.
Παρ’όλα αυτά οι αναμετρήσεις δεν είναι βαρετές. Τουναντίον, υπάρχει βαθμός δυσκολίας και ελευθερία ως το πώς θα τις προσεγγίσετε. Συνδυάζοντας διαφορετικά combos με τα arcane abilities της Fury, οι μάχες αποκτούν ένα αρκετά ενδιαφέρον νόημα. Οι combat κινήσεις είναι όμορφες και καλοφτιαγμένες. Το ίδιο ισχύει και για τα bosses. Αισθητικά έχουν προσεγμένες λεπτομέρειες καθώς και την ιδιαιτερότητα ότι ξεφεύγουν από σχεδιαστικά cliché. Για παράδειγμα η Lust (λαγνεία) δεν προσωποποιήθηκε σε ένα ελκυστικό ημίγυμνο σώμα, δείχνοντας ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα που μπορεί να ποθήσει κάποιος. Το σύστημα αναβαθμίσεων είναι το βασικό. Attribute points σε health, strength και arcane. Η ίδια απλή λογική αφορά και το level up των όπλων με εξαίρεση το ένα και μοναδικό αναβαθμίσιμο enchantment που μπορούμε να τοποθετήσουμε. Από πανοπλίες… φτώχια και καλή καρδιά. H γνωστή Abyssal armor που υπήρχε στα δύο προηγούμενα παιχνίδια μπορεί πλέον να αποκτηθεί μόνο μέσω του DLC Keeper of the Void.
Στο τεχνικό κομμάτι συναντήσαμε επίσης αρκετά προβλήματα. Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να κολλήσετε σε γωνίες και ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθείτε είναι να κλείσετε το application. Το loading για κάποιο λόγο έχει ακατανόητο μοτίβο και όποτε συμβαίνει (πολύ συχνά και σε άκυρα σημεία) η εικόνα παγώνει. Ομοίως στις πολυπληθείς συγκρούσεις παρατηρείται μια μικρή πτώση των framerates. Πολύ σύντομα να αναφέρουμε ότι όταν το studio έβγαλε το patch 1.02 δημιουργήθηκε δυσλειτουργία στο HDR. Με το patch 1.03 απενεργοποιήθηκε και αποτέλεσμα αυτού, τα συχνά audio crashes. Προς το παρόν τα νέα που έχουμε είναι ότι η ομάδα αναζητά λύσεις που θα ρυθμίσουν το πρόβλημα.
Μουσικά έχει γίνει πολύ καλή δουλειά και αν κάποιες στιγμές τα επικά choirs, ιδιαίτερα στο κομμάτι Fury’s Wrath, σας θυμίζουν God of War είναι γιατί ο Chris Velasco είναι δημιουργός και των δύο. Το βιογραφικό του βετεράνου συνθέτη περιλαμβάνει δουλειές όπως το Mass Effect 3 και το Bloodborne. Όμως το αξεπέραστο Corruption Melody του Jesper Kyd που ακούγεται στο Guardian boss fight του Darksiders 2, παραμένει το πιο χαρακτηριστικό μουσικό αποτύπωμα του franchise.
To review βασίστηκε στην ψηφιακή έκδοση του παιχνιδιού για PS4, η οποία μας παραχωρήθηκε από την Enarxis Dynamic Media.
IGN Greece
Πηγή: IGN Greece