Undead Life is Strange.Ο μύθος των βαμπίρ έχει κάνει αρκετές εμφανίσεις στον χώρο των games...

Undead Life is Strange.

Ο μύθος των βαμπίρ έχει κάνει αρκετές εμφανίσεις στον χώρο των games, δίνοντάς μας αριστουργήματα, όπως τα Castlevania games και το cult classic Vampire: The Masquerade – Bloodlines, αλλά σήμερα αυτή η θεματολογία φαίνεται να έχει εκλείψει από σύγχρονους τίτλους. Το Vampyr λοιπόν, ένα σύγχρονο Action RPG που πραγματεύεται αυτό ακριβώς το θέμα, είναι από μόνο του μια έκπληξη, αλλά ακόμα περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς ποιοι είναι οι δημιουργοί του. H Dontnod Entertainment έχει γίνει γνωστή μέσω της σειράς Life is Strange, η οποία περιστρέφεται γύρω από εφηβικά δράματα, δίνοντας παράλληλα έμφαση στην αφήγηση και τις επιλογές του παίκτη. Με μια πρώτη ματιά, το Vampyr είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, αλλά το κοινό DNA των τίτλων γίνεται ιδιαίτερα εμφανές μετά από λίγες ώρες ενασχόλησης.

Η ιστορία του Vampyr εκτυλίσσεται στο Λονδίνο το 1918, με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Dr. Jonathan Reid μόλις έχει επιστρέψει από την Γαλλία όπου υπηρέτησε, όταν πέφτει θύμα μιας επίθεση και αφήνεται για νεκρός σε έναν μαζικό τάφο. Ξυπνώντας, έχει γίνει πλέον ένα ισχυρό βαμπίρ και βρίσκεται μπλεγμένος σε μια ιστορία με στόχο να ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω από αυτή του τη μεταμόρφωση, αλλά και τι κρύβεται πίσω από την επιδημία Ισπανικής Γρίπης που αποδεκατίζει την πόλη. Είναι μια ιστορία που δεν ξεφεύγει ιδιαίτερα από την πεπατημένη: ο βρικόλακας που προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς να σκοτώσει, οι κυνηγοί που αγνοούν την εναπομένουσα ανθρωπιά των θηραμάτων τους και τα κυνηγούν σαν ζώα, ο θνητός που κυνηγάει την αθανασία, ακόμα και αν του κοστίζει την ψυχή του, όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί κάπου αλλού. Παρ’ όλα αυτά η αφήγηση παραμένει ευχάριστη, καθώς είναι στην πλειοψηφία της καλογραμμένη, ενώ οι διάφορες μικρές ιστορίες με πιο δημιουργική θεματολογία που θα συναντήσετε όσο μιλάτε με NPC είναι μια πνοή φρέσκου αέρα, που ανανεώνει το ενδιαφέρον του παίκτη.

Το μεγαλύτερο βάρος της αφήγησης πέφτει στο δίλημμα του γιατρού μας που έχει ορκιστεί να βοηθάει τους ασθενείς, αλλά ταυτόχρονα χρειάζεται το αίμα τους για να τραφεί. Μπορείτε να σκοτώσετε κάθε έναν από τους NPC που συναντάτε, κερδίζοντας ένα πραγματικά τεράστιο ποσό πόντων XP, το οποίο μπορείτε να μεγιστοποιήσετε γιατρεύοντας το μελλοντικό σας θύμα από τυχόν ασθένειες και μαθαίνοντας πράγματα γι’ αυτό, κυρίως μέσω των πάρα, πάρα πολλών διαλόγων που έχει το Vampyr. Μια τέτοια πράξη έχει βέβαια και τις συνέπειές της, οι οποίες δεν είναι πάντα οι αναμενόμενες.

Γενικά, όσο περισσότερα άτομα σκοτώσετε σε μια συνοικία τόσο χειρότερη θα είναι η κατάστασή της, με τους εναπομείναντες κατοίκους να αρρωσταίνουν συχνά, τους εμπόρους να ανεβάζουν τις τιμές, αλλά και πιο ισχυρά τέρατα να περιδιαβαίνουν τους δρόμους της κάθε νύχτα. Κάθε άτομο βέβαια έχει διαφορετική αξία και ο φόνος της νοσοκόμας που περιθάλπει δωρεάν οποιονδήποτε έχει ανάγκη θα επηρεάσει πολύ περισσότερο την κοινωνία από ότι ο φόνος του μοναχικού τύπου που δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι του. Επιπλέον, δεν είναι όλες οι συνέπειες ενός φόνου απαραίτητα δυσάρεστες. Για παράδειγμα, σκοτώνοντας έναν serial killer ο οποίος φρόντιζε την γηραιά μητέρα του, αυτή αποφάσισε να υιοθετήσει τον άστεγο νεαρό που τριγύριζε στον δρόμο της, εκφράζοντας παράλληλα ντροπή για τα εγκλήματα που συγκάλυπτε τόσο καιρό.

Η άλλη πλευρά του διλήμματος είναι ότι ο ενάρετος δρόμος είναι και πιο δύσκολος. Μην σκοτώνοντας κανέναν θα χάσετε δυνητικά τεράστια ποσά XP και θα είστε μόνιμα underleveled σε σχέση με τους εχθρούς που θα συναντάτε. Η εμπειρία που κερδίζετε κάνοντας quests και σκοτώνοντας εχθρούς είναι τραγελαφικά μικρή μπροστά σε αυτή που θα σας έδινε ένα μόνο ανυπεράσπιστο θύμα. Αυτό όμως τελικά καταλήγει να μην έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς το επίπεδο δυσκολίας είναι σχετικά μικρό, ενώ το μικρότερο level που επιβάλλει η ειρηνική προσέγγιση σημαίνει απλά ότι οι μάχες θα διαρκούν πολύ περισσότερη ώρα από όση θα έπρεπε. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τα boss fights, τα οποία είναι ήδη μετρίως σχεδιασμένα, με ομοιότητες στις επιθέσεις και πολύ λίγη απαιτούμενη ικανότητα για την νίκη.

Η προσέγγιση του Vampyr όσον αφορά την ηθική είναι σχετικά έξυπνη, αλλά εγείρει ένα βασικό πρόβλημα. Είναι απολύτως δυνατό να έχετε σκοτώσει χιλιάδες άτομα στη μάχη, παρ’ όλα αυτά να αντιμετωπίζεστε ως ειρηνιστής επειδή δεν αφαιμάξατε ούτε ένα από τους ονομασμένους NPC, κάτι που αμέσως αφαιρεί από το immersion και την αίσθηση της εσωτερικής μάχης του πρωταγωνιστή μας, ο οποίος ποτέ δεν γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής, εν μέρει εξ’ αιτίας αυτών των καταστάσεων.

Επιπλέον στο σύνολό του το combat system είναι αρκετά απλοϊκό, καθώς δεν εκμεταλλεύεται καθόλου την πληθώρα υπερφυσικών δυνατοτήτων που προσφέρει η μυθολογία των βρικολάκων. Την πλειοψηφία του χρόνου θα περιτριγυρίζετε το θύμα σας και θα το χτυπάτε με ένα melee όπλο. H διαχείριση του stamina meter που σας επιτρέπει να επιτίθεστε και να αποφεύγετε εισερχόμενες επιθέσεις, του blood meter που σας επιτρέπει να χρησιμοποιείτε κάποιες υπερφυσικές δυνάμεις, καθώς και η προσθήκη ενός ranged όπλου με το οποίο μπορείτε να κάνετε stun τον αντίπαλο, προσφέρουν ένα στρατηγικό επίπεδο στην μάχη αλλά δεν επαρκούν ώστε να μην γίνει γρήγορα επαναλαμβανόμενη.

Ευτυχώς το Λονδίνο, ο αληθινός πρωταγωνιστής του Vampyr, είναι αριστουργηματικά κατασκευασμένο. Αν και ο χάρτης μας είναι μικρός σε έκταση, κάθε συνοικία έχει το δικό της ξεχωριστό στυλ, τόσο αρχιτεκτονικά, όσο και στην εμφάνιση των κατοίκων της. Το άσκοπο τριγύρισμα σε κάθε γειτονιά είναι απολαυστικό, με έναν τεράστιο αριθμό από παράδρομους, κρυμμένα μυστικά και σκοτεινές γωνιές να ανακαλύψει κανείς, ενώ οι κλειδωμένες πόρτες τις οποίες ανοίγετε σταδιακά, δημιουργώντας ταχύτερες διαδρομές, προσφέρουν κίνητρα για διεξοδική εξερεύνηση. Στην εξαιρετική γοτθική ατμόσφαιρα συμβάλλει σημαντικά και το υπέροχο soundtrack το οποίο άλλοτε υποχωρεί διακριτικά για να αφήσει την απόλυτη σιωπή να κυριαρχήσει και άλλοτε επανέρχεται στο προσκήνιο δυναμικά για να δώσει έναν πιο ήρεμο ή δραματικό τόνο. Το voice acting, αν και δεν φτάνει σε αντίστοιχα επίπεδα, είναι αρκετά καλό ώστε να υποστηρίξει ακόμα και μερικούς υπερβολικά μελοδραματικούς διαλόγους χωρίς να τους υποβαθμίζει στα όρια του αστείου. Βέβαια κάποιες ατάκες, ευτυχώς ελάχιστες, δεν μπορούν να σωθούν ακόμα και από τον πιο χαρισματικό ηθοποιό, με πιο αξιομνημόνευτη την “What is glass but tortured sand?”, που συναντά κανείς στην εισαγωγή.

Ο τομέας όμως που αφαιρεί ένα μεγάλο μέρος της γοητείας του Vampyr, δεν είναι κανένας από τους παραπάνω, αλλά τα πολλά τεχνικά του προβλήματα. Από τα τεράστια και σχετικά συχνά loading screens, το κακό συγχρονισμό του στόματος με τη φωνή σε πολλούς χαρακτήρες, μέχρι και τα animations τα οποία είναι ιδιαίτερα άσχημα σε δευτερεύοντες χαρακτήρες, είναι εμφανής η ανάγκη για περισσότερη δουλειά πριν την κυκλοφορία. Ακόμα και τώρα, έξι μήνες μετά την κυκλοφορία του τίτλου, είχαμε τρία ολικά κρασαρίσματα, άπειρα fps drops και stutters, τα οποία θα έπρεπε να έχουν λυθεί με patches μετά την κυκλοφορία. Αν και είναι κατανοητό ότι το Vampyr δεν είναι ένας ΑΑΑ τίτλος, η πληθώρα των προβλημάτων του είναι υπερβολικά μεγάλη και μειώνει σημαντικά την απόλαυση που θα μπορούσε να αντλήσει ο παίκτης.

Το review βασίστηκε στην ψηφιακή έκδοση του παιχνιδιού για Xbox One, η οποία μας παραχωρήθηκε από την IGE.

Πηγή: IGN Greece