Μαζί για πάντα.Στιγμές απ' την τελευταία φάση της καριέρας του μυθικού κωμικού κινηματογραφικού...

Μαζί για πάντα.

Στιγμές απ’ την τελευταία φάση της καριέρας του μυθικού κωμικού κινηματογραφικού διδύμου, Oliver Hardy και Stan Laurel (Χονδρός και Λιγνός). Οι δύο κωμικοί, προσπαθούν να επανέλθουν σε φάση ακμής, ενώ περιοδεύουν στη Μεγάλη Βρετανία με θεατρικές παραστάσεις.

Το δίδυμο Laurel-Hardy, δύο κωμικοί που άφησαν πολύ μεγάλο στίγμα στην αρχή της Αμερικάνικης κωμωδίας, με ένα χιούμορ που βασιζόταν κυρίως στο παίξιμο των ηθοποιών με το σώμα, με τούμπες, γκάφες και ένα σωρό ευρηματικές καταστροφικές καταστάσεις που προκαλούνταν απ’ τις δύο αυτές καρικατούρες (με την καλή έννοια), με σενάρια που κυρίως αποτελούσαν έμπνευση του Stan Laurel, ο οποίος έγραψε και πολλές απ’ τις κωμωδίες τους. Τα προπολεμικά σινεμά γέμιζαν, το δίδυμο παρήλθε, πολλά άλλα δίδυμα ακολούθησαν και εν τέλει, ο χρόνος που αποτελεί αδέκαστο κριτή, δικαίωσε το εν λόγω ντουέτο, μέσω της διαχρονικότητας των φιλμ τους.

Το 2019, ο σκηνοθέτης ονόματι Jon S. Baird, ανασταίνει κυριολεκτικά τους δύο ηθοποιούς, φτιάχνοντας ένα όμορφο biopic για την τελευταία φάση τους και χρησιμοποιώντας στους δύο κεντρικούς ρόλους, τον John C. Reilly (Chicago) ως Oliver Hardy και τον Steve Coogan (24 Hour Party People) ως Stan Laurel. Οι δύο ηθοποιοί έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά στους ρόλους τους και καθηλώνουν, καθώς και οι γκριμάτσες αλλά και η κινησιολογία είναι άκρως μελετημένη, ώστε να θυμίζει ακριβώς τους δύο κωμικούς, αλλά και να δίδει το κάτι παραπάνω από πλευράς βάθους χαρακτήρων, με τους δύο ηθοποιούς να είναι υπέρ του δέοντος εκφραστικοί, δίνοντας την αίσθηση πως έχουν κυριολεκτικά, νεκραναστήσει το εν λόγω δίδυμο. Όλο το φιλμ επικεντρώνεται στην περιοδεία τους στη Μεγάλη Βρετανία, όντας σε καλλιτεχνική πτώση, ενώ εκεί θα δούμε αρκετές στιγμές απ’ την καθημερινότητα των ηθοποιών, τις μεταξύ τους σχέσεις και προστριβές (εάν αληθεύουν), ενώ το κύριο θέμα καθόλη τη διάρκεια πέρα απ’ το tribute της υπόθεσης, είναι ένας ύμνος στην αγνή, αθώα φιλία δίχως φτιασίδια ή άλλους αλλότριους παράγοντες, δείγμα μιας εποχής που πέρασε. Κάτι τέτοιο περνά μέσα στο φιλμ με τρόπο κατανοητό και απλό, καθώς όλα είναι ανοιχτά στο θεατή, που λόγω απλότητας του θέματος, δεν χρειάζεται να κουραστεί ώστε ν’ αποκωδικοποιήσει πράγματα, αλλά παρακολουθεί το δίδυμο, εντός και εκτός παρασκηνίων, γνωρίζοντας τους χαρακτήρες που κρύβονται πίσω απ’ τις περσόνες με τα καπέλα, ενώ σε σημεία μπαίνει και λίγο στα άδυτα της κινηματογραφικής βιομηχανίας της εποχής.

Ενώ βέβαια όλα αυτά δίνονται με όμορφο τρόπο, κάπου είναι φανερό πως από μόνο του το φιλμ, είναι περιορισμένο από απόψεως σεναριακής και κάπου προδιαγεγραμμένο, κάτι που δίνει μια φλατ διάσταση στο εγχείρημα και το κρατά λίγο σε ρυθμό που στερείται απογείωσης και το κάνει να απέχει απ’ το να χαρακτηριστεί μεγάλο, δίνοντας την αίσθηση της περιορισμένης εμβέλειας. Ίσως κάποια κομμάτια ήθελαν λίγο παραπάνω ανάπτυξη και κάποιες παραπάνω σεναριακές πινελιές στο χτίσιμο του κορμού του φιλμ, κάτι που δυστυχώς γίνεται αντιληπτό και αισθητό μετά το πέρας της προβολής, η αίσθηση δηλαδή ότι κάτι λείπει και που θα μπορούσε με κάποιες μικρές προσθήκες, το αποτέλεσμα να ήταν ακόμα καλύτερο και χορταστικό για τους λάτρεις των Laurel Hardy. Ωστόσο, δεν παύει να είναι μια όμορφη καταγραφή των δύο αχώριστων φίλων, με δύο εκπληκτικές ερμηνείες απ’ τους Coogan-Reilly που σίγουρα θα σας μείνουν στο κεφάλι, για την μεγάλη τους εκφραστικότητα και υποκριτική ικανότητα να φωτίσουν πλευρές των χαρακτήρων των δύο φίλων, κάτι που είναι και η μεγάλη δυναμική του φιλμ, ενώ η σκηνοθεσία χωρίς να εντυπωσιάζει, παρακολουθεί από κοντά τους πρωταγωνιστές χωρίς να παίρνει κάποια θέση, δρώντας περισσότερο ως προσωπογραφία. Μια εποχή αθωότητας των σχέσεων και ηθών, με διαφορετικές αρχές και αξίες παρουσιάζεται εδώ με μια αίσθηση νοσταλγίας για κάτι που απομακρύνεται όλο και περισσότερο και τη θέση του παίρνει η αποξένωση και η γενική αίσθηση ψυχρότητας απ’ την κακή χρήση της εξέλιξης, feeling που τονίζεται έντονα στο φιλμ και η σύγκριση είναι αναπόφευκτη, ενώ εδώ περνά με εύστοχο τρόπο, που αν υποστηριζόταν και από κάποια παραπάνω εξτραδάκια που αφορούν σενάριο και σκηνοθεσία, θα μιλούσαμε για κάτι αρκετά μεγαλύτερο, που εν τέλει δεν έρχεται. Γενικώς, το φιλμ επικεντρώνεται στη φάση παρακμής του ντουέτου, κάτι που δίνει έναν ελαφρώς υποβόσκων τόνο τραγικότητας και μελαγχολίας, που περνά γλυκά μέσα στη ροή της ταινίας, ενώ σε σημεία βλέπουμε την ευρηματικότητα των δύο ηθοποιών στη σύλληψη αστεϊσμών μέσα στην καθημερινότητα, με το πηγαίο τους ταλέντο ν’ αναδεικνύεται.

Ωστόσο, το Stan and Ollie, καταφέρνει στη μικρή του διάρκεια, να χρησιμοποιήσει δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, που προσωποποιούν στους δύο κωμικούς, έννοιες όπως η τιμή και η αφιλοκερδής φιλία, ενώ πολλοί θ’ αναπολήσουν τα παιδικά τους χρόνια, καθώς όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας είδαμε, έστω και φευγαλέα, ταινίες των δύο κωμικών, κάτι που μόνο και μόνο αυτό, κάνει την ύπαρξη αυτού του biopic, αναγκαία.

Πηγή: IGN Greece