Όταν ο Belmont αφήνει το μαστίγιο και πιάνει το katana.Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τη στιγμή...

Όταν ο Belmont αφήνει το μαστίγιο και πιάνει το katana.

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τη στιγμή που ο Koji Igarashi ανακοίνωσε την κυκλοφορία του Bloodstained: Ritual of the Night, αλλά δυστυχώς κάθε χρόνο πάμε από αναβολή σε αναβολή. Πέρυσι πάντως είχαμε την τύχη να δούμε το μικρό “αδερφάκι” του, το Bloodstained: Curse of the Moon, το οποίο αποτελεί προϊόν της εξαιρετικά πετυχημένης crowdfunding εκστρατείας του Ritual of the Night στο Kickstarter. To εν λόγω Action/Platformer αναπτύχθηκε μέσα σε μόλις έξι μήνες από την Inti Creates υπό την επίβλεψη του “Iga” και λειτουργεί ως πρόλογος ή πρελούδιο αν προτιμάτε του Ritual of the Night.

Σε αντίθεση με το πολυαναμενόμενο Metroidvania του Koji Igarashi, το Bloodstained: Curse of the Moon υιοθετεί μια πεπαλαιωμένη gameplay φόρμουλα στα πρότυπα του Castlevania III: Dracula’s Curse. Οι ομοιότητες δεν περιορίζονται στο κομμάτι του gameplay, αφού το Curse of The Moon θυμίζει τα παλιά Castlevania τόσο σε εικαστικό, όσο και σε οπτικοακουστικό επίπεδο. Πολλές εταιρείες προσπαθούν να αγγίξουν τις νοσταλγικές χορδές μας και να μας ταξιδέψουν στα παιδικά χρόνια μας, ωστόσο στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο παράγοντας “νοσταλγία” δεν αρκεί από μόνος του. Το Shovel Knight για παράδειγμα δεν έκανε τόσο μεγάλη επιτυχία, απλά επειδή έμοιαζε με τα Action/Platformers της δεκαετίας του ΄80, αλλά γιατί ήταν ένα εξαιρετικό game.

Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε εξ’ αρχής ότι το Bloodstained: Curse of the Moon δεν πλησιάζει τα επίπεδα ποιότητας του Shovel Knight, εντούτοις αν ανήκετε στους λάτρεις της σειράς Castlevania η κυκλοφορία αυτή αποκτά μια άλλη “βαρύτητα”. Από την πρώτη στιγμή που θα πατήσετε το πόδι σας στον γοτθικό κόσμο του θα νιώσετε ότι βρίσκεστε σε ένα οικείο περιβάλλον. Τόσο οικείο που θα νιώσετε ότι δεν ελέγχετε τον Zangetsu, αλλά κάποιο μέλος της οικογένειας Belmont, έστω κι αν ο ήρωάς χρησιμοποιεί katana και όχι μαστίγιο. Ο Zangetsu βέβαια δεν έχει σκοπό να εξολοθρεύσει τον Κόμη Δράκουλα. Αντ’ αυτού αναζητά εκδίκηση από τους δαίμονες που τον καταράστηκαν.

Τα ελάχιστα cutscenes και οι λιγοστοί διάλογοι που θα παρακολουθήσετε κατά την διάρκεια της περιπέτειάς σας συνθέτουν μονάχα τον… σκελετό του σεναρίου. Για να εμβαθύνετε στο lore θα χρειαστεί να πραγματοποιήσετε διαφορετικά playthroughs και να δείτε και τα τέσσερα φινάλε του παιχνιδιού. Το φινάλε που θα παρακολουθήσετε εξαρτάται αποκλειστικά από τις αποφάσεις που θα πάρετε στα τρία πρώτα levels (συνολικά υπάρχουν οχτώ). Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στο τέλος των τριών πρώτων levels θα έχετε την ευκαιρία να συνομιλήσετε, να σκοτώσετε ή να στρατολογήσετε ισάριθμους χαρακτήρες.

Οι χαρακτήρες αυτοί είναι η Miriam (η πρωταγωνίστρια του Ritual of the Night), o Alfred και ο Gebel. H Miriam είναι εξοπλισμένη με ένα μαστίγιο και ως εκ τούτου θυμίζει αναπόφευκτα τον Simon Belmont. Από την άλλη πλευρά ο Gebel θυμίζει τον Dracula, καθώς επιτίθεται εκτοξεύοντας νυχτερίδες και παράλληλα μπορεί να μεταμορφωθεί σε νυχτερίδα και να πετάξει πάνω από χάσματα ή περάσει μέσα από χαραμάδες. Ο τελευταίος της παρέας είναι ένας πανίσχυρος, αλλά σωματικά αδύναμος μάγος (έχει τα λιγότερα hit points από όλους τους χαρακτήρες).

Αν υποθέσουμε ότι στρατολογήσετε και τους τρεις χαρακτήρες, τότε έχετε στην διάθεσή σας τέσσερις ζωές για να ολοκληρώσετε ένα level. Υπάρχει η δυνατότητα να αλλάξετε τον ενεργό χαρακτήρα σας, ωστόσο αν κάποιος πεθάνει θα χρειαστεί να… στερηθείτε τις υπηρεσίες του μέχρι να νικήσετε το boss του εκάστοτε level. H ύπαρξη και μόνο τεσσάρων playable χαρακτήρων δίνει την απαραίτητα ποικιλία στο gameplay, καθώς καθένας χειρίζεται διαφορετικά όπλα και sub-weapons και έχει διαφορετικές ιδιότητες. Για παράδειγμα, η Miriam μπορεί να κάνει slide, αλλά και να πηδήξει σε μεγαλύτερο ύψος από τον Zangetsu, ενώ ο Alfred μπορεί να εκτοξεύσει πάγο ή ηλεκτρισμό με τα αντίστοιχα sub-weapons.

Προφανώς και δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το Bloodstained: Curse of the Moon ως Metroidvania, εντούτοις σε κάθε πίστα υπάρχουν διαφορετικά μονοπάτια που μπορείτε να ακολουθήσετε. Μάλιστα σε κάθε level υπάρχει και ένα επιμελώς κρυμμένο upgrade που αυξάνει τα hit points σας, το weapon energy σας, την ζημιά που προκαλείται ή το armor σας. Για να φτάσετε σε αυτά τα upgrades θα χρειαστεί να αξιοποιήσετε τις δυνατότητες των χαρακτήρων σας. Λόγου χάρη θα πρέπει να πετάξετε ως νυχτερίδα, να παγώσετε έναν εχθρό, να κάνετε slide κ.ο.κ.

H στρατολόγηση των επιπλέον χαρακτήρων δεν είναι υποχρεωτική σε καμία περίπτωση, αφού σας δίνεται η δυνατότητα να τους σκοτώσετε για να αποκτήσετε πρόσβαση σε νέα abilities. Αν σκοτώσετε τον Alfred θα ξεκλειδώσετε το -πάντα χρήσιμο- double jump, ενώ αν δολοφονήσετε την Miriam θα μάθετε μια νέα πολεμική τεχνική, το λεγόμενο crescent slash. Φυσικά όσους περισσότερους χαρακτήρες σκοτώσετε, τόσο λιγότερες θα είναι και οι ζωές σας.

Αφιερώνοντας αρκετές ώρες στο Bloodstained: Curse of the Moon και πραγματοποιώντας πολλαπλά playthroughs φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι μπορείτε να το ολοκληρώσετε, καταβάλλοντας λιγότερη ή περισσότερη προσπάθεια, ανεξαρτήτως από τις επιλογές σας. Κοινώς ακόμη κι αν δεν σκοτώσετε ή δεν στρατολογήσετε κανένα χαρακτήρα μπορείτε να ολοκληρώσετε το playthrough σας με τον “vanilla” Zangetsu. Αν βέβαια θέλετε να δείτε όλα τα endings απαιτείται και ο ανάλογος πειραματισμός.

Με βάση τα παραπάνω είναι φανερό ότι η δημιουργία της Inti Creates προσφέρει τεράστιο replay value, έστω κι αν η διάρκειά της με το ζόρι ξεπερνά τα 90 λεπτά. Τα unlockables Nightmare, Ultimate και Boss Rush modes προσφέρουν ακόμη μεγαλύτερο replayability και ακόμη υψηλότερη πρόκληση. Ειδικότερα στο Nightmare mode καλείστε να ολοκληρώσετε την περιπέτειά σας χωρίς τον Zangetsu. Επιπροσθέτως, στο mode αυτό συναντάμε ένα διαφορετικό τελικό stage και ένα νέο τελικό boss, ενώ όλα τα bosses συναντώνται στην “Nightmare” εκδοχή τους. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι όλα τα bosses αποκτούν πρόσβαση σε νέες επιθέσεις ή σε πιο ισχυρές εκδοχές των επιθέσεων τους. Λόγου χάρη, η φωτιά που φτύνει το πρώτο boss μένει στο έδαφος και συνεχίζει να καίει για μερικά δευτερόλεπτα, στο δεύτερο boss πέφτουν περισσότεροι σταλακτίτες από το ταβάνι κ.ο.κ.

Στην περίπτωση των boss fights ισχύει ότι ακριβώς έχουμε δει κατά καιρούς στη σειρά Castlevania. To κλειδί της επιτυχίας είναι να μάθετε τα μοτίβα των επιθέσεων τους και να χρησιμοποιήσετε τα κατάλληλα sub-weapons. Στην πλειοψηφία των αναμετρήσεων αυτών απαιτούνται αστραπιαία αντανακλαστικά, ιδίως στην περίπτωση που θέλετε να αποφύγετε τις μεταθανάτιες επιθέσεις τους. Να προσθέσουμε σε αυτό το σημείο ότι κάθε φορά που πεθαίνει ένα boss πραγματοποιεί μια εξαιρετικά ύπουλη επίθεση. Αν θελήσετε να ολοκληρώσετε το Boss Rush mode καλά θα κάνετε να μάθετε πως να αποφύγετε αυτές τις επιθέσεις, αλλιώς δεν έχετε καμία τύχη. Ευτυχώς το μοντέλο χειρισμού έχει όση ακριβώς ακρίβεια απαιτούν οι περιστάσεις.

Όπως προαναφέραμε, το Bloodstained: Curse of the Moon μοιάζει υπερβολικά με τα 8-bit Castlevania, αφού ακόμη και η χρωματική παλέτα του παραπέμπει στα πρώτα τρία Castlevania του NES. Τις ίδιες ακριβώς εντυπώσεις αφήνει και το soundtrack, το οποίο είναι αρκετά αξιομνημόνευτο και περιλαμβάνει αρκετές συνθέσεις της Michiru Yamane. Τα “οχτάμπιτα” γραφικά είναι πολύ πιθανόν να ξενίσουν όσους κάνουν τώρα τα πρώτα τους βήματα στον μαγικό κόσμο τoυ gaming, ωστόσο ταιριάζουν απόλυτα στο ύφος της δημιουργίας, δίνοντάς της το απαραίτητο retro feeling.

Το review βασίστηκε στην ψηφιακή έκδοση του παιχνιδιού για το Xbox One.

Πηγή: IGN Greece