Παγιδευμένος σε δύο κόσμους.Ο Hellboy επιστρέφει απ' την κόλαση. Μάχεται εναντίων της θρυλικής...

Παγιδευμένος σε δύο κόσμους.

Ο Hellboy επιστρέφει απ’ την κόλαση. Μάχεται εναντίων της θρυλικής μάγισσας Νίμουε, της περίφημης Κυράς της Λίμνης και του Μέρλιν. Η Νίμουε περιμένει τη μέρα που θα ελευθερωθεί όντας φυλακισμένη, μια μεγάλη και σημαντική μέρα έχοντας ως σκοπό την καταστροφή της ανθρωπότητας. Ο Hellboy θα κάνει τα πάντα για να την σταματήσει.

Ο απόκοσμος comic ήρωας της Dark Horse, επιστρέφει με νέα ταινία και νέο πρωταγωνιστή, με τον David Harbour στο ρόλο του Hellboy και τον Neil Marshall ως σκηνοθέτη, έπειτα απ τα δύο προηγούμενα φιλμ του Del Toro. Ο Hellboy αποτελεί σίγουρα ένα δευτερέυοντα και υποδεέστερο ήρωα σε σχέση με την αφρόκρεμα του είδους, ενώ ο Neil Marshall εδώ επιχειρεί να φρεσκάρει το κολασμένο σύμπαν του, με μια ταινία που ποντάρει πάρα πολλά στο gore, το splatter και γενικά την ωμή βία, χαρακτηριστικό που ίσως της κοστίσει εμπορικά στα ταμεία, αν και κατά τα άλλα, έχουμε να κάνουμε με φιλμ, με όλα τα κλισέ και εμπορικά τρικ του είδους. Δεν γνωρίζω πόσους ενδιαφέρει σήμερα ένας ήρωας σαν τον Hellboy, πάντως εδώ έχουμε μια μεγάλη παραγωγή, με εντυπωσιακά ντεκόρ στους χώρους της Αγγλίας με background θρύλους μεσαιωνικής χροιάς, όπως το στόρι απαιτεί, εγκλωβισμένες μάγισσες και πολλών ειδών τέρατα, όλα αυτά με καλοσχεδιασμένα CGI και πειστική αναπαράσταση, προορισμένα να σαγηνεύσουν τους ρέκτες του σινεμά των πολλών εφέ.

Αλήθεια είναι πως ο Neil Marshall, χωράει πάρα πολλές πληροφορίες και χαρακτήρες στη διάρκεια του φιλμ και μάλιστα με τρόπο που να μην μπερδεύει το θεατή, αλλά όλα εδώ είναι σε πλήρη τάξη και αρμονία, όσον αφορά το σενάριο και τους χαρακτήρες, κατά τρόπον που δείχνει πως οι συντελεστές, δούλεψαν με σύστημα και παρουσιάζοντας εν τέλει κάτι, που γι’ αυτό που είναι σίγουρα δεν είναι προχειροφτιαγμένο, αλλά αντιθέτως, προσεγμένο στις λεπτομέρειες. Ο κεντρικός ομότιτλος κολασμένος ήρωας, διαθέτει ένα κλικ παραπάνω βάθος, απ’ τα συνήθη των ξύλινων χαρακτήρων σε αντίστοιχα φιλμ, ενώ είναι ερμηνευμένος επαρκέστατα και πειστικότατα απ’ τον David Harbour, που συν τοις άλλοις, διαθέτει τις απαραίτητες δόσεις συναισθήματος αλλά και χιούμορ, εκεί όπου οι συνθήκες το απαιτούν, χιούμορ που αντισταθμίζει κάπως τις φρικαλέες σκηνές αγριότητας, που το φιλμ βρίθει. Ο Harbour διαθέτει τον απαραίτητο αέρα, σπιρτάδα και τραγικότητα του ήρωα, κάτι που δεν συμβαίνει με την Milla Jovovich, στο ρόλο της μάγισσας, ερμηνεία κάπως μονοδιάστατη, που στηρίζεται κυρίως στην επιβλητική εμφάνιση της Jovovich. Γενικώς πολλοί θα εντυπωσιαστούν με τα πλείστα τέρατα και γίγαντες που εμφανίζονται επί της οθόνης να συγκρούονται με τον Hellboy, με κάποιες έντονες και καλογυρισμένες σκηνές πάλης και με ψηφιακά εφέ, γενικώς άρτια που στηρίζουν την ατμόσφαιρα του όλου εγχειρήματος.

Κατά τα άλλα, το Hellboy συνολικά σίγουρα δεν αποτελεί τον ορισμό μιας ποιοτικής ταινίας, καθώς έχει αρκετά στοιχεία που το τοποθετούν σε ένα είδος β’ διαλογής, καθώς εκτός απ’ τα εντυπωσιακά του στοιχεία, δεν μπορεί κανείς να μην σχολιάσει τα πάμπολλα συνταγογραφημένα κλισέ, τα οποία μονοπολούν την ιστορία και καθιστούν την εξέλιξη άκρως προβλέψιμη, ακόμα και για κάποιον που δεν έχει μελετήσει τα κόμικ. Οτιδήποτε σεναριακό plot point υποπτεύεστε πως θα υπάρχει στο νέο Hellboy, υπάρχει και δυστυχώς με τρόπο καλοφτιαγμένο και ευπαρουσίαστο μεν, αλλά με καμία διάθεση ανανέωσης, μα με μια στείρα αναπαραγωγή και επανάληψη, έτσι ώστε η παρακολούθηση του φιλμ, μοιάζει δίχως λόγο και αιτία, καθώς όλα εδώ είναι σε παντελώς προβλεπόμενα μονοπάτια. Η αποκρουστική βία στις περισσότερες σκηνές, ίσως αποθήσει κι ενοχλήσει πολλούς από εσάς, έχοντας ως σκοπό να σοκάρει, κάτι το οποίο πετυχαίνει, ενώ η φωτογραφία της ταινίας, ακολουθεί την ατμόσφαιρα κόλασης του ήρωα, επιμένοντας σε κιτρινοερυθρές αποχρώσεις, δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Η συνολική αισθητική τουHellboy, πάσχει κάπως από μια video game χροιά, η οποία ίσως είναι επιτηδευμένη ώστε να τονίσει τις κόμικ καταβολές του ήρωα, πάντως το Hellboy, συνδυάζει πολλά οπτικά καλογυρισμένα εντυπωσιακά τσαλιμάκια, έναν ήρωα ερμηνευμένο με βάθος και τραγικότητα σε στιγμές, αλλά και μια φανερή αδυναμία των δημιουργών, να δημιουργήσουν κάποιο στοιχείο έκπληξης ή σασπένς. Τα δύο αυτά στοιχεία υπολείπονται κατά πολύ στην ταινία, κάτι που σημαίνει πως το ενδιαφέρον σιγά σιγά μειώνεται μέχρι το τέλος, ενώ εμείς παρακολουθούμε ένα θέαμα καλοκουρδισμένο, χωρίς ωστόσο φαντασία στην αφηγηματική του πλευρά και γι’ αυτό κάπως αδιάφορο.

Πηγή: IGN Greece