Όντας στο απόγειο της καριέρας του, ο Μάικλ Τζάκσον ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του έβδομου άλμπουμ του «Bad», το 1988, θα αγόραζε ένα ράντζο όπου θα έστηνε τη δική του Neverland. Ήταν ένας φόρος τιμής στη μυθική χώρα του Πήτερ Παν, του αγοριού – που όπως και ο ίδιος – δεν μεγάλωσε ποτέ. Ζούσε εκεί, μέσα σε έναν κόσμο βγαλμένο από το παραμύθια, περιτριγυρισμένος από τον αγαπημένο του ουρακοτάγκο κι από πολλά παιδιά, στην συντριπτική τους πλειοψηφία αγόρια ηλικίας από 7 έως 15 ετών.
«Ο Ιησούς έλεγε να αγαπάμε τα παιδιά και να είμαστε σαν τα παιδιά, νέοι, αθώοι, αγνοί και έντιμοι. Μιλούσε στους αποστόλους του, μετά από έναν καβγά που είχαν προσπαθώντας να αποδείξουν ποιος είναι ο πιο σπουδαίος ανάμεσά τους και τους είπε: Όποιος μπορεί να ταπεινωθεί σαν αυτό το παιδί είναι ο πιο σπουδαίος ανάμεσά σας. Πάντα φρόντιζε να περιβάλλεται από παιδιά και έτσι έμαθα να κάνω κι εγώ μεγαλώνοντας», είχε πει.
Σε κάθε του εμφάνιση κι ενώ όλα τα φλας του κόσμου ήταν στραμμένα πάνω του, είχε δίπλα του ένα μικρό αγόρι, που έδινε τη θέση του σε άλλο κι άλλο κατά καιρούς. Ήδη από το 1989 οι φήμες ότι ο βασιλιάς της πόπ έκρυβε κάτι σκοτεινό πίσω από την «αγάπη» του για τα παιδιά οργίαζαν. Οι πρώτες καταγγελίες άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας, η δόξα και το χρήμα έστηναν όμως μια ομπρέλα προστασίας που τις επισκίαζε. Και η ιστορία επαναλαμβανόταν, μέχρι που στις 18 Νοεμβρίου του 2003, 70 αστυνομικοί εισέβαλαν στη Χώρα του Ποτέ έχοντας ένταλμα εις βάρος του, που τον κατηγορούσε για παιδεραστία.
Ο δεύτερος θάνατος του Μάικλ Τζάκσον
Διαβάστε όλο το θέμα στο TVXS.gr