Συνεχή αύξηση του μεριδίου και της σημασίας των γειτονικών χωρών με ταυτόχρονη υποχώρηση της συμμετοχής στο εξαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας, παραδοσιακών εμπορικών εταίρων της χώρας στον δυτικό κόσμο, προκύπτει από τα πρώτα πορίσματα της έρευνας του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), σχετικά με τις πέντε κορυφαίες χώρες-προορισμούς για τα ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα, κατά την περίοδο 1988-2012.

Συνεχή αύξηση του μεριδίου και της σημασίας των γειτονικών χωρών με ταυτόχρονη υποχώρηση της συμμετοχής στο εξαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας, παραδοσιακών εμπορικών εταίρων της χώρας στον δυτικό κόσμο, προκύπτει από τα πρώτα πορίσματα της έρευνας του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), σχετικά με τις πέντε κορυφαίες χώρες-προορισμούς για τα ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα, κατά την περίοδο 1988-2012.

Εξίσου, σημαντικό στοιχείο, που επιβεβαιώνεται από την έρευνα του ΠΣΕ, είναι ότι οι Έλληνες εξαγωγείς διεισδύουν ολοένα και περισσότερο σε νέες αγορές, διαφοροποιώντας το πελατολόγιό τους και μειώνοντας την εξάρτησή τους από μερικές μόνο οικονομίες του κόσμου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, το 1988, οι πέντε πρώτες αγορές (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ) απορροφούσαν το 64% των ελληνικών εξαγωγών (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών), ενώ πέρυσι οι αντίστοιχες χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Βουλγαρία, Κύπρος και Τουρκία), ποσοστό μόλις 38%.

Σύμφωνα με την έρευνα του ΠΣΕ, την τελευταία 25ετία, υπήρξε σημαντική διαφοροποίηση στις πέντε πρώτες θέσεις των αγορών προς τις οποίες εξάγει προϊόντα (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών) η Ελλάδα, με αποτέλεσμα, σε σχέση με το 1988, να υπάρξει ανανέωση κατά τα 3/5. Ως πρώτο σημείο καμπής αναφέρονται τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε οι ελληνικές επενδύσεις στα Βαλκάνια και, ειδικά, στη Βουλγαρία, ενισχύουν τη σημασία και τη θέση της γειτονικής χώρας στο χάρτη των εξαγωγών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, το ποσοστό των 5 χωρών υποχωρεί κάτω από το 50%, το 1996, έτος διολισθήσεων της δραχμής έναντι των υπολοίπων νομισμάτων, ενώ το “φράγμα” του 40% διασπάστηκε καθοδικά, το 2012.

Η δεύτερη σημαντική εξέλιξη αφορά την ένταξη στην ΕΕ τόσο της Βουλγαρίας όσο και της Κύπρου, οι οποίες, από το 2007 και έπειτα, εναλλάσσονται στην 3η και 4η θέση. Ασφαλώς στην περίπτωση των δύο αυτών χωρών, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η δραστηριοποίηση στις δύο χώρες ελληνικών επιχειρήσεων και θυγατρικών τους επιχειρήσεων, καθώς και η μεταφορά σε αυτές παραγωγικών τους μονάδων, τις οποίες προμηθεύουν με πρώτες ύλες οι μητρικές εταιρείες ή Έλληνες προμηθευτές.

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί η ταχύτατη αναρρίχηση της Τουρκίας στις πέντε πρώτες θέσεις της κατάταξης, μετά το 2012. Μάλιστα, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, η γειτονική χώρα αποτελεί πλέον την υπ’ αριθμόν 1 αγορά για τα ελληνικά προϊόντα τόσο για το σύνολο του 2012 όσο και στο πρώτο τρίμηνο του 2013. Χαρακτηριστική είναι και η άνοδος του Γιβραλτάρ στην 4η θέση της κατάταξης, από τις αρχές του χρόνου, εκτοπίζοντας από τη λίστα την Κύπρο.

Σημειώνεται ότι νέες εισόδους στη λίστα των 100 χωρών για τα ελληνικά προϊόντα αποτελούν, στο α’ τρίμηνο του 2013, τα Νησιά Φώκλαντ (60), η Αγία Ελένη (71), η Αγκόλα (76), οι Νήσοι Μάρσαλ (78), οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι (86), η Σενεγάλη (95) και οι Φιλιππίνες (99).

πηγή: news.gr