Να αλλάξουν τα σχολικά βιβλία της ιστορίας χωρίς τη χρήση “εθνόμετρου” και να μετατραπούν σε γνωμοδοτικά τα συμβούλια στα ΑΕΙ προτείνει σε συνέντευξη της στην “Καθημερινή” η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου, η οποία μετά την πολύμηνη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και παρά την ιδεολογική της αντίθεση για τους τελευταίους εκφράζεται θετικά, αποκλείοντας κάθε περίπτωση πολιτικού καιροσκοπισμού.
Η υπουργός για τα σχολικά ιστορικά βιβλία δηλώνει ότι “πρέπει να πάψει να μπαίνει σε καλούπια εθνόμετρου η έρευνα και η άποψη των επιστημόνων για την Ιστορία και όπως αυτή διδάσκεται στο σχολείο”. Στην Ελλάδα, συνεχίζει, εθνική ιστορία θεωρείται ό,τι κάποιοι έχουν επιβάλει. Δηλαδή αυτό που οι ίδιοι θεωρούν πως αποτελεί την εθνική ιστορία των Ελλήνων. Για παράδειγμα χαρακτηρίζει την Μικρασιατική Καταστροφή ως ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός, το οποίο όμως “δεν συνέβη επειδή οι Έλληνες είναι Έλληνες με μια συγκεκριμένη μοίρα, αλλά είναι ένα μεγάλο εθνικό γεγονός, επειδή το προσφυγικό είναι μεγάλο ζήτημα στην ανθρώπινη ιστορία”.
Η κ. Αναγνωστοπούλου παρουσιάζοντας τη διαφορά ιστορικής και εθνικής ταυτότητας, σημειώνει ότι ο εθνικιστής έχει “τη μανία ότι τα κατορθώματα του έθνους του, αποτελούν εθνική ιδιομορφία”. Εξηγεί δε, ότι “ο εθνικιστής θεωρεί ότι ο Κολοκοτρώνης υπήρξε επειδή ήταν Έλληνας και επειδή ο ηρωισμός είναι ίδιον της φυλής, ενώ ο ιστορικός τον κατατάσσει ως ηρωική μορφή μιας ευρωπαϊκής περιόδου επαναστάσεων”.
Ερωτηθείσα για το κρυφό σχολείο σημειώνει ότι “εάν υπήρχε ή όχι αφορά την ιστορική έρευνα” και ότι η ορθόδοξη εκκλησία είχε θρησκευτικά σχολεία. Επισημαίνει ακόμη, ότι στη δημόσια ιστορία το σχολείο ως δημόσιο αγαθό είναι προϊόν του έθνους-κράτους.
Για την υπόθεση της Μαρίας Ρεπούση, η οποία είχε εκφράσει παρεμφερείς απόψεις, η κ. Αναγνωστοπούλου ομολογεί ότι “φοβήθηκα τον φανατισμό που έστησε έναν άνθρωπο στον τοίχο με τάση απομόνωσής του ως εθνικό προδότη”.
Σε ό,τι αφορά την στάση της απέναντι στα Συμβούλια, η υπουργός απαντά ότι δεν έπραξαν αυτό για το οποίο ορίστηκαν (εξεύρεση πόρων για τα ιδρύματα) και προσθέτει: “Σε πολλές περιπτώσεις λειτούργησαν αντιδημοκρατικά στο θέμα της προεπιλογής υποψηφίων πρυτάνεων. Συχνά αδυνατούσαν να συνεδριάσουν λόγω της απουσίας πολλών μελών τους στο εξωτερικό, ενώ την ίδια στιγμή εντός των ΑΕΙ δημιουργήθηκε μια δυσλειτουργική δυαρχία ανάμεσα στον πρύτανη και το Συμβούλιο”.