Στα κουρδικά ζήτησαν να γίνουν οι απολογίες τους οι τρεις δράστες, οι οποίοι αφού αναχώρησαν από τη Γερμανία, από όπου παρέλαβαν τα όπλα και τις σφαίρες, προσπάθησαν να τα παραδώσουν στα σύνορα ιράκ – Συρίας σε άγνωστο παραλήπτη με ενδιάμεσο σταθμό τη χώρα μας.
Εν τω μεταξύ συναγερμός έχει σημάνει στις ελληνικές αρχές, καθώς μετά τη σύλληψή των τριών βρετανών υπηκόων κουρδικής καταγωγής, στην Αλεξανδρούπολη, διαρκώς νέα στοιχεία έρχονται στο φως.
Συγκεκριμένα, οι συλληφθέντες κατέθεσαν πως επρόκειτο να ταξιδέψουν στη Χίο και από εκεί στην Τουρκία με τελικό προορισμό κούρδους αντάρτες.
Υποστήριξαν ότι για τη μεταφορά του οπλισμού θα λάμβαναν ως αμοιβή 3.000 ευρώ έκαστος, ενώ θα έπαιρναν ως δώρο τα οχήματα και τα τροχόσπιτα που χρησιμοποίησαν.
Ισχυρίστηκαν επίσης ότι θα παρέδιδαν τα πολεμοφόδια σε άγνωστα άτομα, που θα έρχονταν σε επαφή μαζί τους τηλεφωνικά όταν έφθαναν στα σύνορα της Τουρκίας με το βόρειο Ιράκ, όπου μαίνονται οι μάχες μεταξύ Κούρδων και τζιχανιστών του Ισλαμικού Κράτους.
Πάντως, από τα 10 κινητά τηλέφωνα που είχαν στην κατοχή τους οι τρεις συλληφθέντες έχουν προκύψει κάποια δεδομένα για εκείνους που οργάνωσαν την αγορά και μεταφορά του οπλισμού στο βόρειο Ιράκ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΑΛ.ΑΣ τα όπλα και οι 240.000 σφαίρες θα κατέληγαν στο Βόρειο Ιράκ, όπου μαίνονται οι μάχες μεταξύ Κούρδων και τζιχαντιστών.
Οι επιχειρήσεις του Λιμενικού και της ΕΛ.ΑΣ. σε συνεργασία με την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών έγιναν προχθές και είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο τρεις συλλήψεις αλλά και τη χαρτογράφηση της πορείας δύο τεράστιων οπλοστασίων που εντοπίστηκαν λίγο πριν περάσουν σε τουρκικό έδαφος.
Μετά από συνεργασία της ΕΥΠ με τις τουρκικές Αρχές συνελήφθη στη γειτονική χώρα και τέταρτος συνεργός του κυκλώματος.
Τα αυτοκίνητα και τα τροχόσπιτα, αγοράστηκαν πριν από περίπου ενάμιση μήνα από τη Γερμανία για τη μεταφορά του οπλισμού. Από τη Γερμανία οι δράστες μετακινήθηκαν στην Ιταλία οδικώς, ακολούθως στην Ηγουμενίτσα με πλοίο και από εκεί κατέληξαν στην Αλεξανδρούπολη και στον Εβρο. Η διαδρομή που ακολούθησαν προκύπτει από στοιχεία, όπως η πληρωμή των διοδίων, τα ακτοπλοϊκά εισιτήριά τους και αποδείξεις διαμονής σε ξενοδοχεία.