Το κλίμα που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα την τελευταία εβδομάδα καθόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό την εικόνα που έδωσαν οι δημοσκοπήσεις για το τελικό αποτέλεσμα, σημειώνουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ άνθρωποι των δημοσκοπήσεων, οι οποίοι προσεγγίζουν τις αιτίες που οδήγησαν στη μεγάλη απόσταση μεταξύ των δημοσκοπήσεων για το δημοψήφισμα και του αποτελέσματος της κάλπης. 

«Μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είχαν οι δημοσκοπήσεις που προηγήθηκαν της τελευταίας εβδομάδας και έδειχναν πως η υποστήριξη στην κυβέρνηση αγγίζει το 60%» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιάννης Μαυρής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλο της Public Issue. Αντιθέτως, όπως εκτιμά, «το αποτέλεσμα των δημοσκοπήσεων την τελευταία εβδομάδα επηρέασε καταρχήν η εκστρατεία κινδυνολογίας και το κλίμα φοβίας που δημιούργησαν επιχειρήσεις και φορείς, που είχε ως συνέπεια να μην απαντούν οι ερωτώμενοι και να κρύβουν τι ακριβώς θα κάνουν».

«Κατά δεύτερον» λέει «επηρέασαν η απροκάλυπτη προπαγάνδα των ιδιωτικών ΜΜΕ υπέρ του ΝΑΙ». Οπως εξηγεί «η διάδοση ότι το ΝΑΙ προηγείται οδήγησε κάποιους ερωτώμενους που στήριζαν ΟΧΙ να μη δηλώνουν τι πιστεύουν, καθώς καθιστούσε μη αποδεκτή τη στάση τους και ήταν δύσκολο να εκτεθούν». 

«Η εικόνα 60-40 που υπήρχε ως ποσοστό υποστήριξης στη διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης θόλωσε με το κλείσιμο των τραπεζών την τελευταία εβδομάδα. Όμως, η προπαγανδιστική εκστρατεία απέτυχε παντελώς» τονίζει ο κ Μαυρής. «Το ποσοστό που στήριξε ΟΧΙ δεν εκφράστηκε στις δημοσκοπήσεις και αυτό οφείλεται στον εκφοβισμό των επιχειρήσεων και στην προπαγάνδα των καναλιών, αφού δημοσκοπήσεις έγιναν ελάχιστες» συμπληρώνει. 

Ως προς τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων των κομμάτων, ο κ. Μαυρής λέει ότι «υπάρχει πολύ μεγάλη συσπείρωση σε ποσοστό 85% των λεγόμενων αντιμνημονιακών κομμάτων στο ΟΧΙ, δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και ΧΑ. Τα ίδια υψηλά ποσοστά συσπείρωσης στο ΝΑΙ υπάρχουν και στα λεγόμενα φιλομνημονιακά κόμματα, δηλαδή ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΠΟΤΑΜΙ. Αντίθετα, οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, εμφανίζονται μοιρασμένοι καθώς σε ποσοστό περίπου 50% ψήφισαν ΟΧΙ». 

Αναφερόμενος στα χαρακτηριστικά της ψήφου, ο κ. Μαυρής κάνει λόγο για «εντονότατα ταξική ψήφο» καθώς «στην πλευρά του ΟΧΙ τοποθετούνται μισθωτοί ιδιωτικού και δημοσίου τομέα και άνεργοι, ενώ στην πλευρά του ΝΑΙ τοποθετούνται συνταξιούχοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και εργοδοτικά στρώματα». Υπάρχει επίσης, «ηλικιακό χάσμα, με τους νέους και πολύ νέους 18 έως 24 ετών να υποστηρίζουν σε ποσοστό 75% το ΟΧΙ και οι άνω των 65 ετών σε ποσοστό 60% το ΝΑΙ».

Για πρώτη φορά στα ελληνικά δημοσκοπικά χρονικά επιχειρήθηκε η αποτύπωση της πρόθεσης ψήφου σε δημοψήφισμα, τονίζει η Μαρία Καρακλιούμη, πολιτική αναλύτρια της εταιρείας RASS. «Ο χρόνος από την προκήρυξη έως τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ήταν πολύ μικρός. Αντίστοιχα πολύ μικρός ήταν ο κύκλος της αποτύπωσης της απόφασης των πολιτών. Το ΟΧΙ ξεκίνησε πολύ δυναμικά, υποχώρησε υπό τη συνειδητοποίηση του κλεισίματος των τραπεζών και της πίεσης του δημοσίου πολιτικού διαλόγου για τις ενδεχόμενες καταστροφικές συνέπειες μιας ψήφου στο ΟΧΙ και τις δύο τελευταίες ημέρες, Παρασκευή και Σάββατο, αναδείχθηκε ως η αδιαμφισβήτητη επιλογή των πολιτών χωρίς κανένα ενδεχόμενο ανατροπής». 

Για την κ. Καρακλιούμη «η δημοσκόπηση στην Ελλάδα πορεύεται με δύο δεδομένα: «την ειλικρινή και άδολη απόκριση των πολιτών στα ερωτήματα που θέτουμε από την μια πλευρά και τη φοβική, εγκλωβισμένη και με συστημικά χαρακτηριστικά αντιμετώπιση των δεδομένων από την πλευρά των δημοσκόπων. Έχω πολλάκις επισημάνει ότι πρέπει κάποιος να εμπιστεύεται τα δεδομένα και όχι την κρίση του στην ανάλυση των αποτελεσμάτων». 

Χαρτογραφώνατας το ΟΧΙ, το ΝΑΙ και όσους τα στήριξαν, η κ. Καρακλιούμη λέει ότι «η ψήφος στο ΟΧΙ στηρίχθηκε από την πλειονότητα της κοινωνίας και τις παραγωγικές δυνάμεις. Οι νέοι και οι παραγωγικές ηλικίες, οι υπάλληλοι, οι άνεργοι και οι αγρότες στήριξαν συντριπτικά το ΟΧΙ». 

«Το ΟΧΙ είχε πρόσωπο και εκφράστηκε από τον πρωθυπουργό της χώρας. Οι πολίτες στήριξαν τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση και του έδωσαν καθαρή εντολή διαπραγμάτευσης. Το ΝΑΙ στηρίχθηκε από τις πιο δυσκίνητες και πιο ταλαιπωρημένες ομάδες της κοινωνίας, αλλά και από τις πιο προβληματισμένες και ενημερωμένες. Πολίτες άνω των 55 χρόνων, νοικοκυρές, συνταξιούχοι, ένα σημαντικό ποσοστό ελευθέρων επαγγελματιών, απόφοιτοι πρωτοβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και κάτοικοι των αστικών κέντρων προτίμησαν την επιλογή του ΝΑΙ» εξηγεί. 

Σύμφωνα με τον Κώστα Παναγόπουλο, διευθύνοντα σύμβουλο της ALCO, που δεν διεξήγαγε δημοσκόπηση για την προτίμηση των εκλογέων στην κάλπη, «οι δημοσκοπήσεις δεν αποτύπωσαν με κανέναν τρόπο την εξέλιξη των τάσεων. Υπήρξε τις τελευταίες ημέρες της εβδομάδας μια σταθερά ανοδική πορεία του ΟΧΙ. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν υπήρξε επαφή με το τελικό αποτέλεσμα. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι θα επρόκειτο για ντέρμπι και μόνο ντέρμπι δεν υπήρξε». 

Σε μια προσπάθεια προσέγγισης των αιτιών, ο κ Παναγόπουλος μιλάει για μεγάλο ποσοστό μη συμμετοχής στις δημοσκοπήσεις όσων ψήφισαν ΟΧΙ. Πιθανότατα, σημειώνει, «είναι πολλοί που θεωρούν τις δημοσκοπήσεις και τις εταιρείες των δημοσκοπήσεων ως κομμάτι του συστήματος. Εξέλιξη που οι εταιρείες πρέπει να εξετάσουν με προσοχή, γιατί αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε το εργαλείο χρειάζεται άλλους τρόπους για να ξανασυμμετάσχει στο δημόσιο διάλογο». 

«Πρόκειται για ένα γενικότερο προβληματισμό και χρειάζεται πιθανότατα αναθεώρηση κάποιων πραγμάτων, όχι σε σχέση με τη μεθοδολογία αλλά σε σχέση με την κοινωνία. Ίσως, η μακρόχρονη συνεργασία εταιρειών με συγκεκριμένα μέσο μαζικής επικοινωνίας να προσδιορίζει τις εταιρείες. Ισως η δημοσιότητα κάποιων από εμάς να μην κάνει καλό» συμπληρώνει.

 Ο κ. Παναγόπουλος υποστηρίζει επίσης, ότι οι μόνες δύο επιλογές που περιλαμβάνει το δημοψήφισμα προκαλεί πόλωση και κάνει πιο δύσκολη τη συμμετοχή των πολιτών σε μια δημοσκόπηση. Αναφερόμενος στα χαρακτηριστικά της ψήφου, εκτιμά ότι από κοινωνιολογικής απόψεως είναι δύσκολο να υπάρξει ανάλυση, καθώς ήταν μεγάλη η απόσταση μεταξύ του αποτελέσματος της κάλπης και των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων.